Κοντά στις ράγιες

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 13 καταπίνω και οι Καθρεφτούλες το ίδιο. Πλήξη σκέ- τη. Έτσι τρέχω κι εγώ να παρηγορηθώ με τη Σαμο- βαρούλα, την άλλη μου αδελφούλα που είναι του- λάχιστον πιο διασκεδαστική. Πάνω στον μπουφέ της τραπεζαρίας στέκει αστραφτερό και φρεσκογυαλισμένο το σαμοβάρι. Τραβάω μια καρέκλα, γονατίζω πάνω της και κοιτά- ζω την αδελφούλα μου. Μπορεί να ’χει κι αυτή έναν φιόγκο που πέφτει μονόπαντα, μα δεν είναι φτυστή εγώ, όπως οι Καθρεφτούλες. Αν πάω κοντά κοντά στο σαμοβάρι, τα μάγουλά της φουσκώνουν σαν μπαλόνια χωρίς να ’χω φουσκώσει εγώ τα δικά μου· αν τραβηχτώ πιο πέρα, βλέπω μια Σαμοβαρούλα αδύνατη αδύνατη, με κάτι ρουφηγμένα μάγουλα και κάτι μακρόστενα παράξενα μάτια. Είναι πολύ αστείο. — Πώς τα καταφέρνεις έτσι; της λέω και δοκιμά- ζω να φουσκώσω τα μάγουλά μου κι ύστερα να τα ρουφήξω μονομιάς. Μπαίνει όμως η μαμά στο δωμάτιο κι η Σαμοβα- ρούλα παίρνει δρόμο. — Πάλι κάνεις γκριμάτσες μπροστά στο σαμοβάρι σαν μαϊμού, με μαλώνει η μαμά. Έγινες δέκα χρονώ και φέρνεσαι σαν νήπιο. — Βαριέμαι, της λέω, με μια παραπονιάρικη φωνή, που μόνο τα μοναχοκόριτσα μπορούνε να την κά- νουν έτσι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=