Κοντά στις ράγιες

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 25 του μπαμπά. Η Ρίτα και η Ζόγια, οι κόρες τους, είναι φιλενάδες μου και, μόλο που δεν είναι μοναχοκόρες, είναι τρεις φορές πιο χαϊδεμένες από μένα. «Δε θα την κάνετε σαν τα Σαμπανοβάκια», φωνάζει πολλές φορές ο μπαμπάς στη μαμά και στην Ντούνια, όταν τις ακούει να με ρωτούν χίλιες φορές αν κρύωσα, αν πονούν ο λαιμός μου, η κοιλιά μου… Τα Σαμπανοβάκια τα βλέπω κάθε φορά που αρ- ρωσταίνει (ή τις περισσότερες φορές νομίζει πως είναι άρρωστος) κάποιος από το σπίτι τους και στέλνουνε το αμαξάκι να πάρει τον μπαμπά. Παίρνουμε τότε τον δρόμο οι τρεις μας: ο μπα- μπάς, εγώ και ο αμαξάς των Σαμπανόφ, ο Γιαν, που ο μπαμπάς τον λέει: Ο Γιαν το Αμίλητο Νερό. Σ’ όλο τον δρόμο δε βγάζει άχνα. — Πώς τα πας, Γιαν, καλά; ρωτάει ο μπαμπάς. — Αχά, κάνει ο Γιαν, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. — Η γυναίκα σου καλά; — Αχά. — Τα παιδιά θα ’ναι κοτζάμ άντρες πια. — Αχά. Μόλις βγούμε από την πόλη και πιάσουμε τα λιβάδια, τότε ο Γιαν αρχίζει το τραγούδι. Χωρίς λό- για, έναν ήχο μονότονο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=