Κοντά στις ράγιες

AΛKH ZEH 24 | νίζει και να μου δένει φρεσκοσιδερωμένο φιόγκο, η άλλη να μου αλλάζει καλτσάκια και παπούτσια και οι δυο μαζί να με συμβουλεύουν: — Να μη φας πολλά γλυκά. — Να μην παίξετε κουτσό και κλοτσάς την πέτρα με τα καλά σου παπούτσια. — Πριν καθίσεις, να τραβάς το φόρεμά σου μη ζαρώσει. — Ίγκορ, λέει η μαμά του μπαμπά (τον μπαμπά μου τον λένε Ίγκορ), πριν φύγετε, κοίταξε να μην είναι ιδρωμένη από τα παιχνίδια η Σάσενκα και να της κουμπώσεις καλά το παλτό. Ο μπαμπάς λέει πολλές φορές πως αν δεν ήμου- να μοναχοκόρη, δε θα τρέχανε ξοπίσω μου η μαμά και η Ντούνια. Αχ, ας είχα πέντε αδελφάκια. — Να ’ρθω, γιατρέ, κι εγώ μαζί σας, λέει η Τσιτσίλ- χεν που ξεζαλίστηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. — Όχι, σας ευχαριστώ, φροϊλάιν, λέει ο μπαμπάς, αλλά το αμαξάκι έχει δυο θέσεις. Ζήτω! Φεύγουμε οι δυο μας, ο Σουσάμης και το Κουκούτσι. Ω, φεργκισμαϊνίχτ! Έξω από την πόλη είναι ένα μεγάλο εργοστάσιο μπίρας. Το εργοστάσιο ανήκει στους Σαμπανόφ. Τους ξέρω από τότε που γεννήθηκα. Είναι πελάτες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=