Κοντά στις ράγιες
ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 23 Στον γκρεμνό πήγε να κόψει ένα άνθος ο καλός μου, το φεργκισμαϊνίχτ. Και, αχ, γκρεμίζεται και πέφτει και φωνάζει ο καλός μου: αχ, φεργκισμαϊνίχτ. Όλη αυτή η φοβερή λέξη, φεργκισμαϊνίχτ, θα πει: μη με λησμόνει. Και δώστου φέρνουμε βόλτες γύρω και «διασκε- δάζουμε» και ξάφνου χτύπησε το κουδούνι, δυνατά, συνέχεια, το κουδούνισμα του μπαμπά. Έκανα να της ξεφύγω, να τρέξω να τον προϋπαντήσω, μα πού να μ’ αφήσει εκείνη και δώστου γύρους και «φεργκι- σμαϊνίχτ», ώσπου μπήκε ο μπαμπάς στο δωμάτιο. Εγώ, παρ’ όλες τις βόλτες, στέκω ακίνητη μπρο- στά του. Η Τσιτσίλχεν πάει σαν μεθυσμένη και πέ- φτει στο κρεβάτι. — Πάμε, λέει ο μπαμπάς. Στείλανε οι Σαμπανόφ το αμαξάκι να με πάρει. Κάποια στομαχαρία θα πάθανε πάλι οι φιλενάδες σου, η Ζόγια ή η Ρίτα. Θες, Κουκουτσάκι, να ’ρθεις μαζί; — Έι, φεργκισμαϊνίχτ, ξεφώνισα από χαρά. Φύγα- με! Δε μ’ αφήσανε όμως να φύγω αμέσως. Ξεπετάχτη- καν η μαμά και η Ντούνια. Η μια άρχισε να με χτε-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=