Κοντά στις ράγιες
ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 21 Μόλις ήρθε η Τσιτσίλχεν σπίτι μας έβγαλε μια καινούρια μόδα. Πριν πέσω να κοιμηθώ, πρέπει να γονατίσω πάνω στο κρεβάτι μου και να πω στα γερ- μανικά μια προσευχή. Τα Σαββατόβραδα όμως, που η φροϊλάιν Τσιτσίλχεν βγαίνει έξω, με βάζει να κοι- μηθώ η Ντούνια. — Αυτό μας έλειπε, θυμώνει, να λες προσευχές στον Θεό της Τσιτσίλχεν. — Πού είναι ο Θεός, Σουσάμη; ρώτησα μια φορά τον μπαμπά. — Εδώ μέσα, μου απάντησε κι ακούμπησε το δά- χτυλό του πάνω στο στέρνο του. Αν το ’χε ακουμπήσει στην καρδιά, μπορεί κάτι να καταλάβαινα. Νομίζω πως και να μου φυτρώσουν κοτσίδες μακριές ίσαμε τα γόνατα όλο και κάτι δε θα καταλαβαίνω. Ένα όμως ξέρω, πως έχει δίκιο η Ντούνια και πως ο Θεός της Τσιτσίλχεν είναι ένας κακός και άγριος Θεός. Μια, λέει, γκρέμισε δυο πο- λιτείες, μια έκανε κάποια γυναίκα να γίνει στήλη άλατος και μια είπε στον κακομοίρη τον Αβραάμ: «Αν μ’ αγαπάς, πρέπει να σφάξεις το παιδί σου». Η ίδια η Τσιτσίλχεν, λέει, είδε με τα μάτια της πως ο Θεός σκότωσε ένα παλικάρι. Έβρεχε, πέφτανε αστραπές και το παλικάρι είχε φυλαχτεί κάτω από ένα δέντρο. «Τρελάθηκε ο Θεούλης, φώναξε, και πε-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=