Κοντά στις ράγιες
AΛKH ZEH 20 | έχω κι εγώ παρατσούκλι). Τον λέω έτσι, γιατί πάντα έχει μέσα στην τσέπη του και μασουλάει, όσο να τρέξει από τον έναν άρρωστο στον άλλο, κάτι φριχτές καρα- μελίτσες με σουσάμι. Δεν τις τρώει κανένας στο σπίτι κι άμα αγοράζουμε σακούλα με διάφορες καραμέλες αυτές περισσεύουνε πάντα κι ο μπαμπάς τις μαζεύει. — Τι θα κάνεις, Σάσενκα; (με λένε Σάσα, δηλαδή Αλεξάνδρα), ρωτάει η μαμά, που μπαίνει στην τρα- πεζαρία με την Τσιτσίλχεν ξοπίσω. — Θα παίξουμε μαζί, λέει εκείνη, και θα πούμε και γερμανικά τραγουδάκια. Με παίρνει από το χέρι να πάμε στο δωμάτιό μου κι ακούω πίσω από την πλάτη μου την Ντούνια που μουρμουρίζει: — Τσάκωσε ο λύκος το αρνάκι. Τα παιχνίδια με την Τσιτσίλχεν είναι πλήξη σκέτη. Αν είχα τώρα αδελφό ή αδελφή, θα μπορούσαμε, μόλις εκείνη μας γυρίζει την πλάτη, να της βγάζουμε τη γλώσσα, να τη μουντζώνουμε και να σκαρφιζόμα- στε χίλιες δυο φάρσες. Μα μόνη μου, με τις Καθρε- φτούλες και τη Σαμοβαρούλα, τι να κάνω; — Έκανες την προσευχούλα σου χτες βράδυ; πε- τάει ξάφνου μια κουβέντα η Τσιτσίλχεν. — Δεεεε… θυμάμαι απαντάω και κοκκινίζω σαν παντζάρι, γιατί ξέρω πως λέω ψέματα και πως θυ- μάμαι πολύ καλά πως δεν έκανα προσευχή.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=