Κοντά στις ράγιες

ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΙΕΣ | 19 — Μπαμπά… Δεν τελειώνω τη φράση μου κι ο μπαμπάς πετά- γεται όρθιος. — Δώδεκα η ώρα, άργησα. Η Ντούνια έχει φανεί στην πόρτα και μουρμουρί- ζει, μη χάσει τη συνήθειά της. — Ψες βράδυ ήρθε πάλι ένας καθώς πρέπει να σας ζητήσει για άρρωστο, μα σεις γλεντοκοπάγατε όλη νύχτα με τους ψωριάρηδες. — Δε γλεντοκόπαγα, γελάει ο μπαμπάς. Έκανα μια εγχείρηση, να ευχαριστιέσαι να τη βλέπεις. — Και παρά; κάνει η Ντούνια. — Παρά, παρά, απαντάει εκείνος και κουμπώνει το παλτό του. Πού να βρούνε παρά άνθρωποι που βάζουνε ενέχυρο το σαμοβάρι τους και τα μαχαιρο- πίρουνά τους για να πληρώσουνε το νοσοκομείο. — Ο καθώς πρέπει όμως θα πλήρωνε: νταν, νταν, πεισμώνει η Ντούνια. — Κι ο άλλος θα ’τανε σήμερα κάτω από το χώμα. Δεν είπε τίποτε άλλο ο μπαμπάς. Μου τσίμπησε τη μύτη και βγήκε. Η Ντούνια κι εγώ τρέχουμε στο παράθυρο να τον δούμε που φεύγει. Η μαμά τον προλαβαίνει στην πόρτα και του δίνει ένα καθαρό μαντίλι. Αδύνατο να μην ξεχάσει κάτι ο Σουσάμης μου (του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=