Κοντά στις ράγιες

AΛKH ZEH 18 | Ο μπαμπάς ξαναχασμουριέται. — Πώς σου κατέβηκε τώρα δα, Κουκουτσάκι μου; — Η μαμά λέει, δεν μπορεί ν’ ακούει τη νύχτα το τρένο, κάνω με τη χαϊδεμένη φωνή της μοναχοκόρης. Ξέρω πως ο μπαμπάς δεν τη χωνεύει αυτή τη φωνή, γι’ αυτό γρήγορα την αλλάζω. — Εμένα μ’ αρέσει εδώ που είμαστε. Να κάθομαι στο παράθυρο και να βλέπω τις ράγιες που τραβούν πέρα. Πριν προλάβει ο μπαμπάς να πει τίποτα, ξεφύ- τρωσε μεμιάς το μανιταράκι στο κεφάλι μου. — Μπαμπά, τι γίνεται κει πέρα; — Πού; — Εκεί πέρα που πάνε οι ράγιες, στην Πετρούπολη. Ο μπαμπάς ανακαθίζει στο ντιβανάκι, ύστερα πε- τάει τη γούνα, κατεβάζει τα πόδια του κι αρχίζει να βάζει τις μπότες του. — Αυτό θα το συζητήσουμε, όταν θα ’χεις μια μακριά μακριά κοτσίδα. Όταν θα ’χω κοτσίδα. Ύστερα, ξέρω εγώ, από εκατό χρόνια, δηλαδή κοντά στο 2000! Να περιμένω ίσαμε τότε, για να μάθω τι γίνεται κει που τραβάνε οι ράγιες! Κι αυτά τα βρομόμαλλα δε λένε να μακρύ- νουν. Δοκιμάζουν κάθε τόσο κι η μαμά κι η Τσιτσίλ- χεν και η Ντούνια να μου φτιάξουνε δύο τρισάθλια κοτσιδάκια, μα δεν καταφέρνουν να δέσουνε ούτε κορδέλα ούτε σπαγγάκι καν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=