Κλεμμένες ψυχές

13 Γ Κ Α Λ Ι Α «Είμαστε νεκροί, όλοι μας» είπε ο Ντάριους. «Τι;» «Ο Αρτούρας» είπε ο Λιθουανός. «Θα μας σκοτώσει και τους δύο. Και τον αδερφό σου». «Μα δεν...» ψέλλισε ο Σαμ. «Δεν έχει σημασία. Είμαστε όλοι νεκροί». Έδειξε με το χο­ ντρό του δάχτυλο στη γωνία. «Εξαιτίας της». Ο Σαμ γύρισε και κοίταξε την Γκάλια. Εκείνη σήκωσε τη γυάλινη λεπίδα και μαχαίρωσε τον αέρα μπροστά της. «Γιατί το ’κανες αυτό;» ρώτησε ο Ντάριους, με το πρόσωπό του πανιασμένο από απελπισία. Η Γκάλια σφύριξε απειλητικά, γράφοντας μια αψίδα με το γυαλί μπροστά του, στο ύψος των ματιών του. «Χαλάς το σάλιο σου» είπε ο Σαμ. «Δεν μιλάει αγγλικά». Η Γκάλια καταλάβαινε τα πάντα. Έπνιξε ένα γελάκι που τους εξαπατούσε, ένιωσε το μυαλό της να ανεμίζει σαν σημαία, έτοιμο να ελευθερωθεί. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει ελεύθερο, να αφήσει να παρασυρθεί από την παράνοια, αλλά η μάνα δεν την είχε μάθει να τα παρατάει τόσο εύκολα. Έδειξε τα δόντια της και έτεινε ξανά τη λεπίδα προς το μέρος τους. «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Σαμ. «Θα τον ξεφορτωθούμε» είπε ο Λιθουανός. Τα μάτια του Σαμ γούρλωσαν. «Δηλαδή τι, θα τον παρατή­ σουμε;» «Θα πούμε: Αρτούρας, ο αδερφός σου ήρθε εδώ, την έβγαλε έξω, δεν ξανάρθε. Ο Αρτούρας θα ρωτήσει πού πήγε, θα πούμε δεν ξέρουμε». «Θα μας πιστέψει;» ρώτησε ο Σαμ. Ο Λιθουανός ανασήκωσε τους ώμους. «Αν πούμε την αλή­ θεια, είμαστε νεκροί. Αν ο Αρτούρας δεν μας πιστέψει, νεκροί πάλι. Ποια η διαφορά;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=