Κλεμμένες ψυχές

Κ Λ Ε Μ Μ Ε Ν Ε Σ Ψ Υ Χ Ε Σ 12 ρησε προς τη γωνία, κρατώντας σφιχτά το γυάλινο λεπίδι μπρο­ στά της. Χτύπησαν ξανά, δυνατά, και ο γλόμπος πάνω από το κεφάλι της άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε σαν εκκρεμές. Χώ­ θηκε στη γωνία. Κρατούσε το γυαλί στο ύψος των ματιών της. Το χέρι της έτρεμε. Προσευχήθηκε στη γιαγιά της, στη γυναίκα που πάντα την προστάτευε –εκείνη και τον αδερφό της– από όταν έμειναν ορ­ φανοί. Η γριά είχε σταθεί μάνα τους από τότε που θυμόταν η Γκάλια. Τώρα η μάνα ήταν μες στο χώμα, εκατοντάδες χιλιόμε­ τρα μακριά, και δεν μπορούσε πια να την προστατεύσει. Η Γκά­ λια προσευχήθηκε στην ψυχή της μάνας, παρόλο που δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα. Προσευχήθηκε να κοίταζε από ψηλά την εγγόνα της και να τη λυπηθεί. Αχ, σε παρακαλώ, μάνα, κατέβα να με πάρεις αποδώ, σε παρακαλώ, μάνα, σε παρ... Η πόρτα άνοιξε απότομα, χτύπησε στον τοίχο και έκανε γκελ. Ο Λιθουανός μπήκε μέσα και την μπλόκαρε με τον ώμο του. Ο Ιρλανδός τον ακολούθησε. Μόλις είδαν τον νεκρό άντρα, στα­ μάτησαν. Ο Λιθουανός έκανε τον σταυρό του. Ο Ιρλανδός είπε: «Γαμώ το κέρατό μου». Η Γκάλια χώθηκε στη γωνία, να γίνει όσο πιο μικρή μπορού­ σε, λες και δεν θα την έβλεπαν αν ζάρωνε εκεί πέρα. Ο Λιθουανός βλαστημούσε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Έτριψε τα χείλια του με το μεγάλο χέρι του. «Χριστέ μου, Ντάριους» έκανε ο Ιρλανδός «είναι νεκρός;». «Έτσι φαίνεται» είπε ο Ντάριους. «Τι κάνουμε;» Ο Ντάριους κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω». Ο Σαμ –ήταν σίγουρη ότι ήταν ο Σαμ– είπε: «Γαμώ το κέ­ ρατό μου».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=