Κλεμμένες ψυχές

11 Γ Κ Α Λ Ι Α «Τόμας;» Φόβος την κυρίευσε. Όχι, δεν μπορούσε να τους εμποδίσει με αυτό το σπασμένο γυαλί. Πάλι η επιθυμία να κλάψει. Την έδιωξε ξανά. «Τόμας;» Η φωνή τραύλισε κι άλλα λόγια. Η Γκάλια ήξερε λίγα λιθουανικά, αλλά όχι αρκετά ώστε να καταλάβει τις μεθυ­ σμένες ερωτήσεις πίσω από την πόρτα. «Είσαι καλά;» Άλλη φωνή, τα έντονα ένρινα αγγλικά αυτού του παράξενου, κρύου τόπου. «Κοίτα μην της αφήσεις σημά­ δια». Πόσοι ήταν; Η Γκάλια είχε ακούσει τις φωνές τους πρωτύ­ τερα, την ώρα που έρχονταν. Οι δύο μιλούσαν λιθουανικά. Ο ένας Λιθουανός τώρα κείτονταν στο πάτωμα δίπλα της. Ο τρίτος μιλούσε αγγλικά με προφορά τόσο έντονη, που πρέπει να ήταν ιρλανδική. Ένα από τα δύο αδέρφια, σκέφτηκε. Μετά από μια βδομάδα που είχε περάσει ακούγοντας τις κουβέντες τους πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, είχε μάθει ότι ο ένας λεγόταν Μαρκ κι ο άλλος Σαμ. Μόνο ο ένας τους είχε έρθει απόψε. «Τόμας;» Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. «Κόφ’ τις μα­ λακίες. Θα σπάσω την πόρτα, αν δεν ανοίξεις». Η Γκάλια στηρίχτηκε στα γόνατα και σηκώθηκε, ο αέρας πάγωνε τη μουσκεμένη κοιλιά και τους μηρούς της. Το απλό γκρίζο φούτερ και η φόρμα που της είχαν δώσει βρίσκονταν πάνω στην τουαλέτα. Τα άρπαξε και τα φόρεσε αλλάζοντας συνέχεια χέρι στο γυαλί, χωρίς να το αφήνει. Ένιωσε το ύφασμα να κολλάει στο αίμα. Ίσως ήταν μια ανοησία και μισή, αλλά ντυμένη ένιωθε πιο ασφαλής. Με κάθε χτύπημα, η πόρτα τρα­ νταζόταν. Ο άλλος Λιθουανός βλαστήμησε. «Γαμώ την τρέλα μου» είπε ο Ιρλανδός. Η Γκάλια ανοιγόκλεισε τα μάτια, καθώς η πόρτα τραντάχτη­ κε στην κάσα κι ο θόρυβος αντήχησε στο δωμάτιο. Οπισθοχώ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=