Κλεμμένες ψυχές

1 A ίμα, ζεστό, στα χέρια της. Κόκκινο. Το πιο βαθύ κόκκινο που είχε δει ποτέ της. Το μυαλό της τρέκλιζε, η όρασή της χανόταν μέσα σε ένα μαύρο τούνελ. Μη, μη λιποθυμήσεις. Η Γκάλια πήρε βαθιά ανάσα, εισέπνευσε αέρα και μαζί μια μεταλλική μυρωδιά, που κατέβηκε κατευθείαν στο στομάχι της και το ’κανε να σφιχτεί σαν γροθιά. Ένιωσε χολή να ανεβαίνει στον λαιμό της. Κατάπιε. Τα πόδια του άντρα τινάχτηκαν, μόλις η Γκάλια δοκίμασε να βγάλει απ’ τη σάρκα του το γυαλί. Η μια του άκρη ήταν τυλιγμένη με μια λωρίδα σεντόνι – η λαβή του αυτοσχέδιου όπλου της. Αναπήδησε τρομαγμένη. Ο άντρας την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Η Γκάλια έστριψε το γυαλί, που βρήκε σε κάτι σκληρό βαθιά μες στον λαιμό του, ώσπου κάτι σαν να ’σπασε. Η λεπίδα γλίστρησε και βγήκε απ’ το δεύτερο στόμα που πλέον έχασκε κάτω από το πιγούνι του. Αίμα ξεχύθηκε απ’ την πληγή και έβαψε κόκκινο το κίτρινο μπλουζάκι της Εθνικής Λιθουανίας που φορούσε ο άντρας. Η Γκάλια έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς το αίμα απλωνόταν στο δάπεδο από λινέλαιο και πλησίαζε σιγά σιγά στα γυμνά της πόδια, ώσπου έφτασε στα δάχτυλά της, σαν ζεστό φιλί από τον ετοιμοθάνατο άντρα που κατέρρεε πάνω στον τοίχο και τα μά­ τια του σκοτείνιαζαν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=