Κλεμμένες ψυχές
Κ Λ Ε Μ Μ Ε Ν Ε Σ Ψ Υ Χ Ε Σ 14 Ο Σαμ έδειξε με το κεφάλι προς τη γωνία. «Κι αυτή;» «Εσύ τι λες;» είπε ο Λιθουανός. Ο Σαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια και τον κοίταξε. «Εμπρός». Ο Λιθουανός παραμέρισε. «Πάρε το stiklas ». «Τι να πάρω;» ρώτησε ο Σαμ. «To stiklas , το stiklas ». Ο Λιθουανός έψαχνε να βρει τη λέξη. «Γυαλί. Πάρ’ το γυαλί από το χέρι της». Ο Σαμ πλησίασε, με τα χέρια ψηλά. «Ήρεμα, καλή μου. Ήρεμα». Η Γκάλια τού επιτέθηκε, παραλίγο να τον πετύχει στον πήχη του χεριού του. «Γαμώτο!» Ο Σαμ πισωπάτησε. Ο Ντάριους τον έσπρωξε ξανά προς το μέρος της. «Πάρ’ της το». «Παράτα μας, εσύ να της το πάρεις». Ο Λιθουανός βλαστήμησε, τον παραμέρισε βίαια και προχώ ρησε ορμητικός. Η Γκάλια κούνησε απειλητικά τη γυάλινη λε πίδα μπροστά του, αλλά εκείνος την έπιασε εύκολα από τον καρπό με μία κίνηση. Τον έστριψε δυνατά και η λεπίδα έπεσε στο πάτωμα. Το χοντρό του χέρι τυλίχτηκε σαν φίδι γύρω από τον λαιμό της και, λίγο προτού όλα βυθιστούν στο σκοτάδι, η Γκάλια μύ ρισε δέρμα και φτηνό αφτερσέιβ. Ονειρεύτηκε τα τραχιά χέρια της μάνας και ζεστό ψωμί, καθώς και την εποχή που ήξερε το Μπέλφαστ μόνο ως εκείνο τον άθλιο τόπο για τον οποίο λέγανε καμιά φορά στο ραδιό φωνο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=