Κλεφτά επιστρέφουν

ΚΛΕΦΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ 17 κατεύουν τα του κόσμου, βρήκε την πιο απάγκια γωνιά του μπαλκονιού και κούρνιασε τρέμοντας. Αναγκαστικά θα καθό- ταν εκεί μέχρι να ανοίξει κάποιος την πόρτα του γραφείου και να τη δει κλειδωμένη έξω. Ποιος όμως θα τολμούσε να ανοί- ξει ένα ξένο γραφείο; Η Ντόκου ήθελε τουλάχιστον μία ώρα να τελειώσει το μάθημά της. Θα γύριζε εκεί ή θα έφευγε κα- τευθείαν για το σπίτι της; Έδιωξε αμέσως τη σκέψη να βάλει τις φωνές για βοήθεια. Ποιος να την ακούσει από τον τέταρτο όροφο; Και, άντε, να την άκουγαν, ήταν σωστό να συνδέσει την άφιξή της με τέτοια γκάφα; Ο αέρας δυνάμωσε, άρπαξε από τα χέρια της τα εκτυπω- μένα φύλλα και τα έριξε στο πάτωμα. Προσπάθησε έντρομη να τα μαζέψει, φαντάσου να σκορπιστεί η αλληλογραφία της καθηγήτριας στην παραλία, να πέσει στα χέρια των περιπα- τητών, πώς θα απολογούνταν μετά, κι ακόμη δεν έπιασε δου- λειά. Δύο χαρτιά γλίστρησαν εύκολα από τα κάγκελα, πέταξαν μπροστά της, τόσο κοντά που θα μπορούσε να τα πιάσει. Όσο όμως εκείνη προσπαθούσε, τόσο εκείνα έκαναν κύκλους στον αέρα ώσπου προσγειώθηκαν μπροστά στο άγαλμα της Ελευ- θερίας. Ένα παιδί έσκυψε, τα πήρε στα χέρια του, τα επεξεργάστη- κε και στη συνέχεια τα έδωσε στους γονείς του. Η Άντα βγά- ζει μικρούς ήχους άγχους και τι άλλο θα μπορούσε να κάνει από το να περιμένει τη συνέχεια. Η οικογένεια άρχισε να ανεβαίνει στη γέφυρα που συνδέει την παραλία με «το κορδόνι», μία τσιμεντένια λωρίδα μήκους χιλίων μέτρων που σου δίνει την εντύπωση ότι μπορείς να πας με τα πόδια στην απέναντι πλευρά του λιμανιού, να φτά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=