Κλεφτά επιστρέφουν

ΚΛΕΦΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ 13 τα σύρει αν χρειαστεί, και να ρίξει φάρμακο. Σπρώχνει απαλά με το δάχτυλό της την πόρτα της παλιάς κρεβατοκάμαρας∙ παραμένει κλειδωμένη. Στη συνέχεια βγαίνει έξω και κουνάει με την παλάμη της το παντζούρι. Το στερεώνει καλύτερα με μία πέτρα που βάζει στη βάση του, άντε κουνήσου τώρα . Καλεί υδραυλικό. Αναδεύει εκείνος το νερό στη λεκάνη της τουαλέτας, το κοιτάζει περισπούδαστα, βγαίνει στην αυλή, ξεκολλάει δυο πλακάκια, κοιτάζει την αποχέτευση και βγάζει την ετυμηγορία. «Κυρά μου, θα σ’ το πω στα ίσα, έτσι είμαι εγώ∙ την έχεις βάψει. Οι ρίζες από τούτη τη συκιά έχουν τρυπώσει μέσα στους σωλήνες και σου ’χουνε χαλάσει όλο το σύστημα. Τι να σου πω, άνοιξες μεγάλες ιστορίες, όλα ξήλωμα θέλουν και φτιάξιμο απ’ την αρχή. Μα κι εσύ; Μπόσικη. Αφήνουνε συκιές σιμά στο σπίτι;». Η Άντα δεν του απαντάει, δεν θέλει να του πει ότι πρώτη φορά πατούσε το πόδι της σ’ αυτό το μέρος, της αρέσει που τη θεωρεί ιδιοκτήτρια. Ακολουθεί με το βλέμμα της τον κορμό του πελώριου δέντρου που βρίσκεται στην αυλή του διπλανού ερειπωμένου σπιτιού. Τα ακρόφυλλά του ακουμπούν ήδη τον τρίτο όροφο της πλησιέστερης οικοδομής, ενώ τα χαμηλότερα κλαδιά δείχνουν πως όσο αναπτύσσονταν τόσο κέρδιζαν τη μάχη με τα κεραμίδια της σκεπής και εισχωρούσαν στα αφη- μένα δωμάτια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι μία συκιά θα μπο- ρούσε να γιγαντωθεί σε τέτοιο σημείο. «Άτιμο δέντρο, γιατί νομίζεις ότι το διάλεξε ο Ιούδας για

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=