Κλεφτά επιστρέφουν

12 ΓΙΩΤΑ ΚΟΥΓΙΑΛΗ όπως τον αποκαλεί αυτοσατιριζόμενη. Στα καλά της δηλώνει «τω αγνώστω Θεώ», στα ζόρια και τους φόβους επικαλείται τη βοήθεια της Μητρός, «Σώσε με Παναγίτσα μου, σώσε με». Κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου της από μέσα, αφή- νει σε μια γωνία μεγάλα κεριά να κρατήσουν αναμμένα μέχρι να την πάρει ο ύπνος και ανοίγει ελαφρά το παράθυρο, να μπαίνει καθαρός αέρας από τις γρίλιες, μη φτερουγίσει αδίκως εξαιτίας έλλειψης οξυγόνου. Το βράδυ ξυπνάει ιδρωμένη. Της παίρνει λίγη ώρα να κα- ταλάβει πού βρίσκεται. Η τρεμάμενη φλογίτσα του τελευταί- ου κεριού εγκατέλειπε τον χώρο στο σκοτάδι. Σκιές γυρίζουν στο δωμάτιο. Από το ξύλινο ταβάνι της οροφής ακούγονται μικρά πατήματα. Από το διπλανό δωμάτιο αφουγκράζεται πό- τε πότε έναν υπόκωφο χτύπο. Θέλει να βγει έξω ουρλιάζοντας και να φύγει. Δεν τολμάει όμως να ανοίξει την πόρτα ούτε καν να σηκωθεί από το στρώμα. Το κερί βγάζει τους τελευταίους ήχους του και σβή- νει. Δίπλα της έχει αφήσει νερό και ένα κουτί χάπια, έχει προνοήσει. Στο ελάχιστο φως που μπαίνει από τις γρίλιες, έξω πανσέληνος, βρίσκει το μπουκάλι, ανοίγει το κουτί και παίρνει κατ’ εξαίρεση δύο υπνωτικά, μεγάλη δόση. Να ξε- ραθεί στον ύπνο και να την αφήσει το σπίτι στην ησυχία της∙ αυτό ζητάει. Το πρωί σηκώνεται ζαλισμένη. Θυμάται τους ήχους της νύχτας και προσπαθεί να καταλάβει από πού προήλθαν, πάγια τακτική της να αντιμετωπίζει τα άγχη της στην πηγή τους, αμ’ έπος, αμ’ έργον. Στο ταβάνι μάλλον θα τρέχουν ποντίκια. Να καλέσει μάστορα να ελέγξει τα κεραμίδια της σκεπής, να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=