Το κλαρινέτο

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ [ 10 ] οι μουσικοί που εισβάλλουν καμιά φορά στο βαγόνι μ’ εκνευρίζουν. Διαπιστώνω άλλωστε ότι, με εξαίρεση τους τουρίστες, κανείς δεν τους υποδέχεται με προσήνεια. Οι θαμώνες του μετρό τους ατενίζουν με το ίδιο ξινό ύφος που κοιτάζονται αναμεταξύ τους. Οι περισσότεροι επι- βάτες δεν είναι λιγότερο μουρτζούφληδες από μένα. Μπορεί απλώς να έγινα ένας βέρος Παριζιάνος. Μόνο οι άνεργοι που ζητιανεύουν προκαλούν ακόμη τη συμπάθειά μου. Βγάζουν το λογύδριό τους με την πλά- τη στηριγμένη στην πόρτα, με το βλέμμα στραμμένο προς την οροφή του βαγονιού, όπως περίπου προσεύ- χεται κανείς στην εκκλησία. Τα αθλητικά παπούτσια τους είναι σε ελεεινή κατάσταση, σίγουρα μπάζουν νερά όταν βρέχει. Τους δίνω με ιδιαίτερη προθυμία ένα κέρμα για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτό μου επιτρέπει να ξεχω- ρίζω από τους γύρω μου. «Ωραία γαϊδούρια είσαστε» μουρμουρίζω ψάχνοντας μέσα στο πορτοφολάκι μου. Πολλοί από αυτούς τους ταλαίπωρους, οι μισοί ίσως, είναι ξένοι. Αρθρώνουν τις λέξεις με μεγάλη προσοχή, λες και το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να τους κο- στίσει την απέλασή τους από τη χώρα. Πρόσφατα, στη γραμμή Βουλόνη-Αούστερλιτς, συνάντησα έναν νεαρό που δεν ήξερε γρυ γαλλικά. Απευθύνθηκε στους επιβάτες σε μια γλώσσα εντελώς ακατανόητη, με απόλυτη φυσι- κότητα, σαν να μην είχε επίγνωση ότι κανείς δεν τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=