Το κήρυγμα της φωτιάς
[ 10 ] μενα σταθερή, έτσι όπως το έσφιγγε ο άνδρας στην πλάτη μου. Συνεχίσαμε έτσι για την υπόλοιπη μέρα. Το σούρουπο, καθώς το σκοτάδι γλιστρούσε στον ορίζοντα σαν θηλιά, σταματήσαμε για λίγο και κατεβήκαμε από τα άλογα για να φάμε. Ένας άλλος άνδρας μού πρόσφερε ψωμί, ενώ κατάφερα να πιω ελάχιστες γουλιές νερό από ένα φλασκί, γιατί ήταν ζεστό και μπαγιάτικο. Κατόπιν με ανέβασαν ξανά στο άλογο, αυτή τη φορά μπροστά από έναν άλλον άνδρα, με το μαύρο μούσι του να με τσιμπάει στον σβέρκο. Μου φόρεσε στο κεφάλι ένα σακί, όμως στο σκο- τάδι η διαφορά ήταν ελάχιστη. Διαισθάνθηκα την πόλη στο βάθος, πολύ πριν o ήχος των οπλών φανερώσει ότι βρισκόμασταν σε πλακόστρωτους δρό- μους. Μέσα από το σακί που κάλυπτε το πρόσωπό μου, άρχισαν να εμφανίζονται φωτεινές λάμψεις. Ένιωσα την παρουσία αν- θρώπων παντού γύρω μου – περισσότερων ακόμα και από το Χέιβεν τη μέρα που είχε παζάρι. Χιλιάδων, υπέθεσα. Ο δρόμος ανηφόριζε καθώς προχωρούσαμε, αργά τώρα πια, με τις οπλές να κάνουν θόρυβο στο λιθόστρωτο. Κάποια στιγμή φτάσαμε και με παρέδωσαν, σχεδόν με πέταξαν, σε έναν άλλον άνδρα, που για αρκετά λεπτά με έσερνε, ενώ παραπατούσα, σταματώντας συχνά μπροστά σε κλειδωμένες πόρτες. Κάθε φορά που προχω- ρούσαμε, άκουγα τις πόρτες να κλειδώνονται ξανά πίσω μας. Κάθε τράβηγμα του σύρτη που επέστρεφε στη θέση του έμοια- ζε με γροθιά. Τελικά με έσπρωξαν σε μια μαλακή επιφάνεια. Πίσω μου άκουσα κάτι μεταλλικό να σέρνεται, ένα μαχαίρι να αφαιρείται από τη θήκη του. Πριν προλάβω να φωνάξω, το σχοινί που έσφιγγε το σώμα μου έπεσε κομμένο. Χέρια ψαχούλεψαν τον λαιμό μου και τράβηξαν το σακί από το κεφάλι μου, με την τραχιά λινάτσα να γδέρνει τη μύτη μου. Βρισκόμουν σε ένα χαμηλό κρεβάτι, σε ένα μικρό δωμάτιο. Σε ένα κελί. Χωρίς
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=