Το κήρυγμα της φωτιάς

[ 16 ] μετρά μουρμουρίζοντας: «Διακόσια σαράντα επτά. Διακόσια σαράντα οχτώ». Όλοι γνώριζαν ότι πολλοί Διορατικοί τελικά τρελαίνονταν – ότι στο πέρασμα του χρόνου τα οράματα έκαιγαν τον εγκέφαλό μας. Τα οράματα ήταν η φλόγα κι εμείς το φιτίλι. Ο άνδρας αυτός δεν ήταν Διορατικός, όμως δε θα μου έκανε εντύπωση αν όποιος παρέμενε για μεγάλο διάστημα στα Κρατητήρια κα- τέληγε να αποτρελαθεί. Άραγε ποιες πιθανότητες είχα να αντι- παλέψω τα οράματα και ταυτόχρονα τους αδυσώπητους τοίχους του κελιού μου; Σκέφτηκα πως σ’ ένα δυο χρόνια ίσως βρισκό- μουν στη θέση του, να μετρώ τα βήματά μου, λες και η ομοιο- μορφία των αριθμών θα μπορούσε να βάλει σε μια τάξη ένα διαλυμένο μυαλό. Ανάμεσα σ’ εμένα και τον άνδρα που βημάτιζε βρισκόταν μια άλλη φυλακισμένη, ίσως λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου, μια γυναίκα με ένα χέρι, σκούρα μαλλιά και πρόσχαρο πρόσωπο. Ήταν η δεύτερη φορά που μας οδηγούσαν μαζί στους προμα- χώνες. Πλησίασα όσο μου επέτρεπαν οι φρουροί στην άκρη των προμαχώνων και κοίταξα πέρα από τις πέτρινες πολεμίστρες, προσπαθώντας να σκαρφιστώ έναν τρόπο για να της μιλήσω ή να της γνέψω. Δεν μπορούσα να πλησιάσω αρκετά για να δω κανονικά την πόλη που ξεδιπλωνόταν κάτω από το φρούριο, στη βουνοπλαγιά. Ο ορίζοντας περιοριζόταν από τους προμα- χώνες, πέρα από τους οποίους έβλεπα μόνο τους λόφους, γκρί- ζους εξαιτίας της απόστασης. Αντιλήφθηκα ότι το μέτρημα είχε σταματήσει. Μέχρι να γυρίσω για να διαπιστώσω τι είχε συμβεί, ο μεγαλύτερος σε ηλικία Ωμέγα είχε ήδη ορμήσει στη γυναίκα και την είχε αρπά- ξει από τον λαιμό. Καθώς εκείνη είχε μόνο ένα χέρι, δεν μπό- ρεσε να αντισταθεί, ούτε να φωνάξει έγκαιρα. Οι φύλακες έφτα- σαν κοντά τους, ενώ εγώ παρέμενα κάποια μέτρα μακριά, και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=