Το κήρυγμα της φωτιάς

[ 15 ] νη με ανοιχτόχρωμα μαλλιά προχωρούσε αργά, γιατί πηδούσε στο ένα πόδι. «Θα ήμουν πιο γρήγορη αν δε μου είχατε πάρει το μπαστούνι μου» του επεσήμανε. Οι φρουροί δεν αποκρίθη- καν κι εκείνη με κοίταξε και σήκωσε ψηλά το βλέμμα δυσανα- σχετώντας. Δε μου χαμογέλασε καν, όμως ήταν το πρώτο ίχνος ζεστασιάς που αντίκριζα αφότου βρέθηκα στα Κρατητήρια. Όταν φτάσαμε στους προμαχώνες, προσπάθησα να την πλησιά- σω στα μουλωχτά μήπως και κατάφερνα να της ψιθυρίσω. Απεί- χα γύρω στα τρία μέτρα, όταν οι φρουροί με έσπρωξαν στον τοίχο τόσο δυνατά, που οι κλείδες μου μελάνιασαν χτυπώντας στην πέτρα. Ενώ με τραβούσαν πίσω στο κελί, ένας απ’ αυτούς με έφτυσε. «Απαγορεύεται να μιλάς στους άλλους» είπε. «Απα- γορεύεται ακόμα και να τους κοιτάζεις, ακούς;» Με τα χέρια μου πίσω από την πλάτη, δεν μπορούσα να σκουπίσω τα σάλια του από το μάγουλό μου. Το ζεστό υγρό ήταν δυσάρεστα οικείο. Δεν είδα ποτέ ξανά εκείνη τη γυναίκα. Κάτι παραπάνω από έναν μήνα μετά ήταν η τρίτη μου έξοδος στους προμαχώνες – και η τελευταία για όλους μας. Στεκόμουν δίπλα στην πόρτα, επιτρέποντας στα μάτια μου να προσαρμο- στούν στη λάμψη του ήλιου στη γυαλισμένη πέτρα. Δύο φρου- ροί στέκονταν στα δεξιά μου συζητώντας χαμηλόφωνα. Πέντε μέτρα στα αριστερά μου ένας άλλος φρουρός είχε γείρει στον τοίχο και πρόσεχε έναν Ωμέγα. Υπέθεσα ότι βρισκόταν στα Κρατητήρια περισσότερο καιρό από εμένα. Το δέρμα του, που κάποτε πρέπει να ήταν σκούρο, τώρα πια είχε μια βρόμικη γκρίζα απόχρωση. Ακόμα πιο αποκαλυπτικοί ήταν οι νευρικοί σπασμοί των χεριών του, όπως και οι διαρκείς κινήσεις των χειλιών του, σαν να τα ενοχλούσαν τα ούλα του. Όση ώρα ήμα- σταν εκεί, βημάτιζε μπρος πίσω σε ένα μικρό πέτρινο τμήμα, σέρνοντας το παραμορφωμένο δεξί πόδι του. Παρά την απαγό- ρευση των μεταξύ μας συνομιλιών, πού και πού τον άκουγα να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=