Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν

[ 14 ] Ήταν η Μέρι Γούλφορντ. Δεν νιώθω περήφανη γι’ αυτό, αλλά δεν άντεχα να την αντιµετωπίσω. Κλονίστηκα. Τα χέρια µου ίδρω­ ναν καθώς κρατούσα µε το ένα το καρότσι και µε το άλλο έλεγχα τάχα αν τα αυγά της δωδεκάδας ήταν όλα γερά. Έδωσα στα χαρα­ κτηριστικά µου την έκφραση του πελάτη που µόλις θυµήθηκε κάτι στον διπλανό διάδροµο, κατάφερα να τοποθετήσω τα αυγά στο κάθισµα για τα µωρά χωρίς να στραφώ και την κοπάνησα µ’ αυτή την προσποίηση, παρατώντας επιτόπου το καρότσι µου γιατί έτρι­ ζαν οι ρόδες του. Ξαναπήρα αναπνοή µπροστά από το ράφι µε τις σούπες σε κονσέρβα. Θα έπρεπε να ήµουν προετοιµασµένη και συνήθως είµαι – ετοιµοπόλεµη, επιφυλακτική, συχνά χωρίς λόγο όπως αποδεικνύε­ ται τελικά. Αλλά δεν γίνεται να βγαίνω από το σπίτι µου ζωσµένη τα άρµατα για κάθε µικροδουλίτσα και, άλλωστε, τι θα µπορούσε να µου κάνει τώρα πια η Μέρι; Μου έκανε ό,τι χειρότερο µπόρεσε · µε έσυρε στα δικαστήρια. Παρ’όλα αυτά, ήταν αδύνατον να σταµατή­ σω το χτυποκάρδι µου, ούτε να επιστρέψω αµέσως στα γαλακτο­ κοµικά, ακόµα κι όταν συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει µέσα στο καρότσι την κεντητή τσάντα µου από την Αίγυπτο, µαζί µε το πορ­ τοφόλι µου. Που ήταν και ο µοναδικός λόγος που δεν έφυγα εντελώς από το Γκραντ Γιούνιον. Κάποια στιγµή θα έπρεπε να γυρίσωστα κρυφά να µαζέψω την τσάντα µου, οπότε απέµεινα να θαυµάζω το έκθεµα από κουτάκια σούπες Κάµπελ µε σπαράγγια και τυρί και να σκέ­ φτοµαι αφηρηµένα ότι ο Άντι Γουόρχολ θα είχε φρίξει µ’ αυτή την αποµίµηση. Όταν επέστρεψα τελικά σαν τον κλέφτη, το πεδίο ήταν ελεύθε­ ρο. Τράβηξα απότοµα το καρότσι µου και έγινα ξαφνικά η πολυά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=