Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν

[ 20 ] να παίζω τον ρόλο της γυναίκας που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για το φαγητό. Ύστερα από κάνα χρόνο όµως, αναγκάστηκα να αντιµετωπίσω το γεγονός ότι όλο αυτό το θέατρο πήγαινε χαµένο. Κανείς δεν επρόκειτο να σκοτιστεί ακόµα κι αν γινόµουν ένα όρθιο πτώµα. Τι περίµενα; Ότι θα ερχόσουν εσύ να µε πιάσεις από τα πλευρά µε κεί­ να τα πελώρια χέρια σου που θα έφταναν να αγκαλιάσουν στήθος αλόγου, θα µε σήκωνες στον αέρα και θα µε µάλωνες τρυφερά και αυστηρά µε τη φράση που είναι η κρυφή χαρά της κάθε γυναίκας του δυτικού κόσµου: «Είσαι πολύ αδύνατη»; Γι’ αυτό τρώω ένα κρουασάν µαζί µε τον καφέ µου κάθε πρωί και, σαλιώνοντας το δάχτυλό µου, µαζεύω ακόµα και το τελευταίο ψιχουλάκι που θα πέσει στο τραπέζι. Ψιλοκόβω άσπρο λάχανο και έτσι γεµίζω εν µέρει αυτά τα ατέλειωτα βράδια. Μέχρι που έχω αρνηθεί και µια δυο φορές προσκλήσεις για φαγητό από τους ελάχιστους που µου τηλεφωνούν, συνήθως φίλους από το εξωτε­ ρικό που στέλνουν πού και πού κανένα e-mail, αλλά έχω χρόνια να τους δω. Ειδικά όταν δεν ξέρουν, και το καταλαβαίνω αµέσως αν ξέρουν ή όχι: οι ανίδεοι ακούγονται πάρα πολύ χαρωποί, ενώ οι γνωρίζοντες αρχίζουν να µου µιλάνε µε ένα γεµάτο σεβασµό τραύλισµα, σε χαµηλούς, εκκλησιαστικούς τόνους. Προφανώς δεν θέλω να εξιστορήσω στους άσχετους τι έγινε. Ούτε κόπτοµαι για τη βουβή συµπαράσταση των άλλων που δεν ξέρουν τι να πουν, οπότε αφήνουν εµένα να βγάλω τα σωθικά µου εν είδει δια­ λόγου. Αλλά εκείνο που πραγµατικά µε κάνει να αρνούµαι την πρόσκληση, µε τη δικαιολογία ότι είµαι πολύ «απασχοληµένη», είναι ο τρόµος ότι θα φάµε και οι δυο από µια σαλάτα, θα έρθει ο λογαριασµός, η ώρα θα είναι µόλις 8:30 ή 9:00 το βράδυ κι εγώ θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=