Καζανόβα: Η σονάτα των ραγισμένων καρδιών

M A T T E O S T R U K U L 12 ρύγγι τους θα γέμιζε με όσα θα ’χε γίνει ο άνθρωπος εκείνος: σκουπίδια και σκατά. Ο κατάδικος είχε τα μάτια σφαλιστά. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του και του πασάλειβαν το πρόσωπο, που ήταν βρομι- σμένο με μύξα και λάσπη. Πίσω του, οι γόνδολες χόρευαν μακάβρια στη λιμνοθάλασσα του Αγίου Μάρκου · στα δεξιά του, πέρα απ’ το αλαλάζον πλήθος, οι λευκές αψίδες του Παλατιού του Δόγη. Ο ανοιξιάτικος ήλιος λικνιζόταν αφηρημένος, τείνοντας προς το πορτοκαλί, για να βυθιστεί έπειτα στη λιμνοθάλασσα, βάζοντάς της φωτιά λες κι ήταν υγρό κεχριμπάρι. Ο κατάδικος έστρεψε το βλέμμα στο πλάι. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι είδε τη σιδερένια λε- κάνη γεμάτη με τις καφετιές τανάλιες τις μουσκεμένες στο αίμα. Μες στην κόκκινη λίμνη επέπλεαν δόντια. Τα δικά του. Θα ήθελε να φτύσει. Κι όμως το στόμα του έμενε σφραγισμέ- νο σε μια μαλακιά μπάλα από σάρκα, ενώ η γλώσσα του απλω- νόταν με απόγνωση στις τρύπες που είχαν αφήσει οι βγαλμένοι του κυνόδοντες. Ο φόβος τού κατέτρωγε την ψυχή. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά του είχε στερέψει η πνοή εδώ και ώρα. Στη θέση της, ένα σκού- ρο χαλίκι τού έκοβε την ανάσα. Το ακρωτηριασμένο μέλος του παλλόταν μανιασμένα. Ο πό- νος μεταδιδόταν σε κύματα που του κατασπάραζαν τη σάρκα σαν όρνια: από τον καρπό έως την πλάτη κι έπειτα σε όλο το υπόλοι- πο κορμί. Όταν του είχαν πετσοκόψει το χέρι, ένας κουρέας, μαζί με τους αστυνομικούς, του είχε τυλίξει ό,τι απέμενε από το μέλος του μέσα σε μια χοιρινή φασκιά για να μην τον αφήσει να πεθά- νει από αιμορραγία.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=