Καζανόβα: Η σονάτα των ραγισμένων καρδιών

1 Το παιχνίδι της κρεμάλας Ο φτερωτός λέοντας από τη μια πλευρά . Οάγιος Θεόδωρος από την άλλη. Το πλήθος ούρλιαξε αγριεμένο. Μια άτακτη και μαυρισμένη από τη χολή παλίρροια, στην οποία επέπλεαν πρόσωπα βρόμικα και εξαθλιωμένα, μούτρα ζωγραφισμένα με γκριμάτσες και γέλια χλευαστικά, μάτια βαριά βαμμένα και μύτες λευκές απ’ την πού- δρα. Έμποροι, χαλκωματάδες, πανδοχείς και αρωματοποιοί, υπηρέτριες και λακέδες, πουτάνες, πλούσιοι κύριοι και κυρίες με ολόλευκο πρόσωπο, και πάλι ζητιάνοι, χασάπηδες, ακόμα και παιδιά: όλοι τους ίδιοι για μια φορά, όλοι τους έτοιμοι να μη χάσουν ούτε στιγμή από εκείνο το μακάβριο και ακαταμάχητο θέαμα. Ο κατάδικος βρισκόταν μπροστά τους. Όρθιος πάνω στην ξύλινη εξέδρα. Κάποιος ύψωσε τις γροθιές του στον ουρανό, κάποιος άλλος κραύγασε την αποδοκιμασία του. Λευκά σμήνη γλάρων έκρωζαν δυσοίωνες ψαλμωδίες πάνω από την αγχόνη. Λιγουρεύονταν το κολατσιό τους, όταν το λα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=