Καζανόβα: Η σονάτα των ραγισμένων καρδιών

M A T T E O S T R U K U L 22 «Κύριοι, σας παρακαλώ, πάτε έξω να τσακωθείτε» είπε μόλις βρήκε την ευκαιρία. Πολύ αργά. Ο ένας από τους δύο φίλους του ιππότη είχε σπάσει ένα μπου- κάλι στην κόχη του πάγκου και τώρα το κράδαινε σαν αιχμηρό μαχαίρι από γυαλί, με τις οδοντωτές και διάφανες άκρες του έτοιμες να δαγκώσουν τη σάρκα · ο άλλος πήρε το μπαστούνι του περιπάτου και, αφαιρώντας ένα κάλυμμα, αποκάλυψε ένα ξίφος με αστραφτερή λεπίδα. Πλησίαζαν σφίγγοντας τα δόντια τους σαν αρπακτικά. Ο Τζάκομο Καζανόβα δεν πτοήθηκε. Χαμογέλασε στην Γκρέτσεν. «Επιτρέψτε μου μια στιγμή» μουρμούρισε. Με αυτά τα λόγια γύρισε προς τα πίσω. Προχώρησε προς τους δύο άντρες μπροστά του. Από ένα κοντινό βαρέλι πήρε με το δεξί του χέρι μια κανάτα από τερακότα και με το αριστερό ένα πιρούνι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=