Καζανόβα: Η σονάτα των ραγισμένων καρδιών

M A T T E O S T R U K U L 20 λη του, φίλησε το λευκό αλαβάστρινο δέρμα της λίγη ώρα παρα- πάνω απ’ όσο θα ήταν θεμιτό. Αυτή τη φορά η Γκρέτσεν δεν χαμογέλασε. Έκανε να ελευθε- ρωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε: Ο Τζανόν τής έσφιγγε τον καρπό. Και την πονούσε. «Εμπρός, φίλοι μου» είπε ο ιππότης απευθυνόμενος στους συντρόφους του «γιατί δεν διδάσκουμε στη γλυκιά αυτή κυρία την τέχνη να περιδιαβαίνει τα σοκάκια;». Οι δύο φίλοι του ξέσπασαν σε ένα άξεστο χαχανητό. Η Γκρέτσεν, ελαφρώς εκνευρισμένη, άφησε να σχηματιστεί ένας μορφασμός περιφρόνησης. «Αφήστε με να φύγω!» φώναξε. «Αναζητώ τον κύριο Τζάκομο Καζανόβα, δεν ήρθα εδώ για εσάς! Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι θα μπορούσα να τον βρω εδώ». Ο Τζανόν έμεινε ξερός. Το όνομα αυτό τού ήταν γνωστό και δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσα σε εκείνα που ξεστόμιζε κανείς ελαφρά τη καρδία. Σχεδόν σαν να μην περίμενε κάτι άλλο, ο κύριος με τα μακριά μαύρα μαλλιά απόθεσε κάτω το ποτήρι και σηκώθηκε από την καρέκλα. Ύστερα στράφηκε στον Τζανόν, απευθυνόμενος σ’ εκείνον με ύφος περιπαικτικό. «Κύριε, σας συνιστώ να αφήσετε το χέρι της κοπέλας». Ο Τζανόν δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ποιος ήταν εκείνος ο μορφονιός που νόμιζε ότι μπορούσε να του πει τι να κάνει; «Αλλιώς;» «Θα δείτε σύντομα». «Είμαι στη διάθ–» Ο Τζανόν δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση. Ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά τού έσκασε ένα σκαμπίλι μες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=