Κατσαρίδες
J O N E S B O 14 δρόμους και υγρασία στα φρεσκοπλυμένα της ρούχα, θ’ απο- ζητούσε και πάλι τους ξηρούς, απάνεμους μήνες. Χτύπησε απαλά την πόρτα και φόρεσε το αθώο της χαμό- γελο · κρέμασε την ερώτηση «Πώς σε λένε;» στα χείλη της. Κανείς δεν απάντησε. Ξαναχτύπησε και κοίταξε το ρολόι της. Μπορούσε να παζαρέψει να της κόψουν μερικές εκατοντάδες μπατ από την τιμή του φορέματος, ακόμα κι αν επρόκειτο για το Ρόμπινσον. Γύρισε το πόμολο και, προς μεγάλη της έκπλη- ξη, ανακάλυψε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο άνδρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι και στην αρχή η Ντιμ νόμιζε ότι κοιμόταν. Ύστερα μόνο είδε τη λάμψη από την μπλε γυάλινη λαβή του μαχαιριού που προε- ξείχε από το κραυγαλέο κίτρινο σακάκι του. Δύσκολο να πει κανείς ποια απ’ όλες τις σκέψεις που πλημμύρισαν το μυαλό της γεννήθηκε πρώτη, αλλά μία εξ αυτών ήταν πως η διαδρο- μή από το Μπανγκλαφού είχε πάει τελικά στράφι. Και τότε κατάφερε επιτέλους να ελέγξει τις φωνητικές της χορδές. Μα η κραυγή της πνίγηκε από τη βροντώδη κόρνα ενός φορτηγού που προσπάθησε ν’ αποφύγει ένα αφηρημένο τουκ τουκ στην οδό Σουκουμβίτ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=