Κατσαρίδες
Ο Ι Κ Α Τ Σ Α Ρ Ι Δ Ε Σ 13 «Ήσυχο βράδυ βλέπω» είπε εκείνη. Εκείνος κατένευσε θυμωμένα. Είχαν και τέτοια τα τελευ- ταία χρόνια. «Έφαγες;» «Ναι» απάντησε ψέματα η Ντιμ. Ήξερε ότι οι προθέσεις του ήταν καλές, αλλά δεν είχε καμία όρεξη για νερουλά νουντλ βρασμένα στο πίσω καμαράκι. «Πρέπει να περιμένεις» είπε εκείνος. «Ο φαράνγκ ήθελε να κοιμηθεί λίγο πρώτα. Θα πάρει τηλέφωνο όταν είναι έτοι- μος». Εκείνη γκρίνιαξε. «Λι, το ξέρεις ότι πρέπει να βρίσκομαι και πάλι στο μπαρ πριν από τα μεσάνυχτα». Ο Λι κοίταξε το ρολόι του. «Δώσ’ του μία ώρα μόνο». Η Ντιμ ανασήκωσε τους ώμους της και κάθισε κάτω. Έναν χρόνο πριν, ο Λι θα την είχε πετάξει έξω εάν του μιλούσε έτσι, αλλά τώρα χρειαζόταν μέχρι και το τελευταίο μπατ. Θα μπο- ρούσε φυσικά να σηκωθεί να φύγει, αλλά τότε θα πήγαινε στράφι όλο της το ταξίδι. Άλλωστε, όφειλε χάρη στον Λι: Είχε δουλέψει με πολύ χειρότερους νταβατζήδες από αυτόν. Έσβησε το τρίτο της τσιγάρο και ξέπλυνε το στόμα της με το πικρό κινέζικο τσάι του Λι. Σηκώθηκε όρθια κι ήλεγξε το μα- κιγιάζ της στον καθρέφτη πάνω από τον πάγκο. «Πάω να τον ξυπνήσω» είπε. «Μμμμ. Έφερες τα πέδιλα;» Εκείνη σήκωσε την τσάντα που κουβαλούσε. Τα τακούνια της έτριξαν πάνω στα χαλίκια που κάλυπταν το προαύλιο μεταξύ των χαμηλών κτισμάτων του μοτέλ. Το δωμάτιο 120 ήταν στο πίσω μέρος. Δεν υπήρχε αυτοκίνητο απέξω, αλλά το παράθυρο είχε φως. Ίσως να ξύπνησε, λοιπόν. Το ελαφρύ αεράκι σήκωσε την κοντή της φούστα δίχως να τη δροσίσει. Η Ντιμ λαχταρούσε τους μουσώνες, τις βροχές. Βέ- βαια, έπειτα από λίγες βδομάδες με πλημμύρες, λασπωμένους
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=