Κάτι καταπληκτικό
B έβαια, είχε υποσχεθεί στην Ντους ότι θα έφτιαχνε μια μηλόπιτα για το δείπνο. Ο φίλος του ο Πολικάρπ ήταν απόψε καλεσμένος τους και τρελαινόταν για μηλόπιτα. Όμως ο Ζακομινούς είχε περάσει το απόγευμα σκαλίζοντας τον κήπο του και τώρα ένιωθε λιγάκι κουρασμένος. Όμως, μια και είχε ακόμη χρόνο μέχρι ν’ αρχίσει να μαγειρεύει, ακούμπησε την πατερίτσα του στη μεγάλη γλάστρα με το δεντρολίβανο και ξάπλωσε στη σκιά της κερασιάς, όπου η θερμοκρασία ήταν ιδανική για έναν υπνάκο. «Άααααχχχ…» Ήταν τόσο ωραία ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω στο τριφύλλι! Ανάμεσα από τις συστάδες, ο Ζακομινούς παρατηρούσε τις πασχαλιές και τον κράταιγο που ήταν γεμάτος ροδαλά μπουμπούκια. Το γρασίδι ήταν όπως του άρεσε: κάπως άναρχο, το κούρευαν μια στις τόσες, πιο πολύ για την όμορφη μυρωδιά του κομμένου χόρτου που στέγνωνε στον ήλιο. Ο Ζακομινούς χασμουρήθηκε και έριξε μια τελευταία ματιά στον τοίχο, που ήταν γεμάτος βρύα, εκεί, πίσω από τα μικροσκοπικά μπλε ανθάκια που ήταν τα αγαπημένα του. Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος, ξεπετάχτηκε από τη μνήμη του μια ανάμνηση θαμμένη. Η ανάμνηση ενός καταπληκτικού πράγματος! Ενός πράγματος για το οποίο δεν είχε ξαναμιλήσει ποτέ. Που το είχε ξεχάσει εδώ και μια αιωνιότητα. «Άκου να δεις» έκανε ο Ζακομινούς και χασμουρήθηκε ακόμα πιο πολύ. «Πώς μπόρεσα να ξεχάσω κάτι τέτοιο; Όταν το θυμίσω… στον Πολικάρπ… εκείνος σίγουρα θα…» Όμως ο Ζακομινούς έκλεισε εντελώς τα μάτια του και βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο γλυκό.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=