Ο καθηγητής είναι νεκρός

J O O S T D E V R I E S 54 θενται σε αίθουσα με εξαφανισθέντα ζωικά είδη στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας». Η εξώπορτα άνοιξε μ’ ένα πρόθυμο κλικ όταν γύρισα το κλειδί μου – περίμενα κάτι διαφορετικό; Μπορεί. Δεν ένιωθα εκατό τοις εκατό εξουσιοδοτημένος να βρίσκομαι εδώ, μόνος μου. Αισθάνθηκα ένα περίεργο είδος αδρεναλίνης, που ίσως είχα να νιώσω από τότε που, δεκάχρονο παιδί, ανέβαινα κρυ­ φά την τριζάτη σκάλα για να παίξω στη σοφίτα με τα τρενάκια του πατέρα μου, που αντιπροσώπευαν μια μικρή περιουσία, Απαγορευμένη Περιοχή χωρίς γονική επίβλεψη. Ένιωθα την ίδια γλυκιά αγωνία με τότε, όταν γύριζα τον διακόπτη που έκανε τα τρενάκια να ξεκινούν στον ρυθμό του νοσταλγικού ήχου που παρήγαν: τσούκου-τσούκου· σαν να πατούσα το κουμπί της ίδιας μου της ηλεκτρικής καρέκλας – ανά πάσα στιγμή ο πατέρας μου μπορούσε να μ’ αρπάξει απ’ τον γιακά, όπως σίγουρα ο Μπρικ θα πεταγόταν ανά πάσα στιγμή απ’ την ντουλάπα με τις σκούπες, χασκογελώντας πλατιά με την τζιν αμφίεσή του: «Χα! Σ’ την έφερα! Πρωταπριλιά!». Και κάπου αχνόφεγγε και η αδυναμία ενός παιδιού να συνειδητοποιήσει τον θάνατο, όπως τον βίωσα όταν πέθανε η πρώτη γιαγιά μου· βρισκόταν στο φέρετρο, αλλά δεν ήταν στ’ αλήθεια εκείνη στο φέρετρο, έτσι δεν είναι; Άθελά μου περπατούσα στις μύτες των ποδιών μου, διέσχισα το χολ, προσπέρασα την κουζίνα κι έφτασα στο καθιστικό, που όντως έμοιαζε με λεηλατημένη πόλη: όλες οι συσκευές είχαν αποσυνδεθεί βίαια, κατά τόπους τα καλώδια κρέμονταν ακόμη αργόσχολα από τις πρίζες, σαν οροί δίπλα σε νοσοκομειακό κρεβάτι που μόλις εκκενώθηκε. Υπήρχαν λασπωμένα αποτυπώματα παπουτσιών στον καναπέ. Μ’ αυτά οποιοσδήποτε αστυνομικός της Δίωξης με λίγο νιονιό μπορούσε άνετα να εξιχνιάσει την υπόθεση (υπ’ αριθμόν ένα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=