Καθεδρικός ναός

[ 18 ] ΡΕ ΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ «Άσπρο ή κόκκινο;» είπα. «Να τους πάμε κανένα γλυκό» είπε χωρίς να μου δώσει σημα­ σία. «Και τίποτα να μην τους πάμε, δε με νοιάζει. Δική σου υπόθε­ ση. Ας μην το κάνουμε και θέμα, γιατί μετά δεν θα θέλω να πάμε. Μπορώ να φτιάξω μια τάρτα φραμπουάζ, ή τίποτα κεκάκια». «Θα έχουν επιδόρπιο» είπα. «Δεν καλείς κόσμο σε δείπνο χωρίς να έχεις φροντίσει για επιδόρπιο». «Μπορεί να έχουν ρυζόγαλο ή κανένα ζελέ! Κάτι που δεν μας αρέσει» είπε εκείνη. «Δεν την ξέρω καθόλου αυτή τη γυναίκα. Πώς να ξέρω τι θα έχει ετοιμάσει; Κι αν μας σερβίρει κανένα ζελέ;» Η Φραν κούνησε το κεφάλι της. Σήκωσα τους ώμους. Αλλά είχε δί­ κιο. «Εκείνα εκεί τα πούρα που σου είχε δώσει» είπε η Φραν. «Πάρ’ τα μαζί σου. Μετά το δείπνο μπορείτε να βγείτε έξω στη βεράντα και να καπνίσετε πούρα και να πιείτε πορτό, ή κάτι σαν αυτά που πίνουν τέλος πάντων οι ηθοποιοί στις ταινίες». «Καλώς, πάμε νέτοι σκέτοι» είπα. Η Φραν είπε: «Θα τους πάμε μια φρατζόλα από το ψωμί που έψησα». Ο Μπαντ κι η Όλλα έμεναν καμιά τριανταριά χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη. Ζούσαμε σ’ αυτή την πόλη τρία χρόνια, αλλά είναι ζήτη­ μα αν είχαμε ξεμυτίσει ποτέ η Φραν κι εγώ στην εξοχή. Ήταν ωραία να οδηγείς σ’ εκείνους τους μικρούς φιδίσιους δρόμους. Ήταν απόβραδο, γλυκό και όμορφο, και βλέπαμε τα λιβάδια, τους ξύλι­ νους φράχτες, τροφαντές αγελάδες να κινούνται νωχελικά δίπλα σε παλιούς αχυρώνες. Βλέπαμε κοκκινόφτερα κοτσύφια πάνω στους φράχτες και περιστέρια να κόβουν κύκλους πάνω από τις θημω­ νιές. Υπήρχαν και κάτι κήποι, με τ’ αγριολούλουδα ν’ ανθίζουν, και μικρά σπιτάκια στο βάθος του δρόμου. Είπα: «Μακάρι να είχαμε κι εμείς ένα σπίτι εδώ πέρα». Ήταν μια ξεκάρφωτη σκέψη, άλλη μια ευχή που δεν είχε καμιά σημασία. Η Φραν δεν απάντησε. Ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=