Καθεδρικός ναός

θυμηθώ πώς τη λένε. Τη γυναίκα του Μπαντ. Ο Μπαντ μού είχε αναφέρει το όνομά της ουκ ολίγες φορές. Μα απ’ το ένα αυτί μπήκε κι απ’ το άλλο βγήκε. «Εμπρός!» είπε ξανά η γυναίκα. Άκουγα την τηλεόραση να παίζει. Έπειτα η γυναίκα είπε: «Ποιος είναι;» Άκουσα ένα μωρό να κλαίει. «Μπαντ!» φώναξε η γυναί­ κα. «Τι;» άκουσα τον Μπαντ να λέει. Εξακολουθούσα να μη θυ­ μάμαι τ’ όνομά της. Κι έτσι έκλεισα το τηλέφωνο. Και βέβαια, την επόμενη φορά που είδα τον Μπαντ στη δουλειά, δεν του εί­ πα πως είχα τηλεφωνήσει. Έφερα όμως την κουβέντα ώστε να αναφέρει το όνομά της. «Όλλα» είπε. Όλλα, είπα κι εγώ από μέσα μου. Όλλα . «Τίποτα σπουδαίο» είπε ο Μπαντ. Βρισκόμασταν στην τραπε­ ζαρία και πίναμε καφέ. «Οι τέσσερίς μας. Εσύ με την κυρά σου, κι εγώ με την Όλλα. Τίποτα ιδιαίτερο. Ελάτε κατά τις εφτά. Ταΐζει το μωρό στις έξι. Θα το βάλει μετά στο κρεβάτι κι εμείς καθόμαστε να φάμε. Δεν θα δυσκολευτείς να βρεις το σπίτι μας. Αλλά σου έχω κι ένα χάρτη». Μου έδωσε ένα φύλλο χαρτί με κάθε λογιώ γραμμές που έδειχναν τους κύριους και βοηθητικούς δρόμους, τα σοκάκια και τα λοιπά, με τόξα που καθόριζαν τους τέσσερις πόλους της πυξίδας. Ένα μεγάλο Χ σημείωνε τη θέση του σπιτιού. «Μετά χα­ ράς» του είπα. Η Φραν όμως δεν έδειξε και τόσο ενθουσιασμένη. Το ίδιο βράδυ, βλέποντας τηλεόραση, τη ρώτησα αν θα ’πρεπε να πάρουμε τίποτα στον Μπαντ. «Σαν τι;» είπε η Φραν. «Σου είπε να του πας κάτι; Εγώ πού να ξέρω; Ιδέα δεν έχω». Σήκωσε τους ώμους και με λοξοκοίταξε. Με είχε ξανακούσει να αναφέρομαι στον Μπαντ. Αλλά δεν τον ήξερε κι ούτε που την ενδιέφερε να τον γνωρίσει. «Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα μπουκάλι κρασί» είπε. «Εμένα δε με νοιάζει. Γιατί δεν παίρνεις ένα κρασί;» Κούνησε το κεφάλι της. Τα μακριά της μαλλιά ξεχύνονταν μπρος και πίσω στους ώμους της. Τι τους θέ­ λουμε τους άλλους; έμοιαζε να λέει. Έχουμε ο ένας τον άλλον. [ 16 ] ΡΕ ΪΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=