Κάρολ

Κ Α Ρ Ο Λ 15 του, και το πλούσιο μπούστο κάτω από το μπλε ράσο της. Την αδελφή Αλίσια με το μεγάλο κοκαλιάρικο σώμα να στρίβει σ’ έναν διάδρομο, την αδελφή Αλίσια να περνάει ανάμεσα από τα άσπρα εμαγιέ τραπέζια της τραπεζαρίας. Την αδελφή Αλίσια σε χιλιάδες μέρη, τα μικρά γαλανά μάτια της που πάντοτε την ξεχώριζαν ανάμεσα στα άλλα κορίτσια, που την κοίταζαν δια- φορετικά –η Tερίζ το ήξερε– απ’ όλα τα άλλα κορίτσια, παρό- λο που στα λεπτά ροζ χείλη της δεν έσκαγε ποτέ ένα χαμόγελο. Θυμόταν την αδελφή Αλίσια να της δωρίζει, όταν έκλεισε τα οχτώ, ένα ζευγάρι πλεχτά πράσινα γάντια, τυλιγμένα μέσα σε ένα λεπτό ύφασμα, χωρίς να χαμογελάει, να της τα δίνει βια- στικά, σχεδόν χωρίς να πει κουβέντα. Την αδελφή Αλίσια με το πάντα ανέκφραστο στόμα, να της λέει ότι πρέπει να διαβάσει για να περάσει στα μαθηματικά. Ποιος άλλος είχε νοιαστεί αν θα πέρναγε στα μαθηματικά; Η Tερίζ είχε φυλάξει τα πράσινα γάντια στον πάτο του φωριαμού της στο σχολείο, χρόνια ολό- κληρα αφότου η αδελφή Αλίσια έφυγε για την Καλιφόρνια. Το λευκό ύφασμα είχε μαλακώσει και είχε γίνει απαλό από το πέρασμα του χρόνου, κι όμως ακόμη δεν είχε φορέσει τα γάντια. Τώρα πια δεν της έμπαιναν. Κάποιος μετακίνησε τη ζαχαριέρα, και το φυλλάδιο που στηριζόταν πάνω της έπεσε φαρδύ πλατύ. Η Tερίζ κοίταξε τα δυο χέρια απέναντί της, γυναικεία πα- χουλά χέρια, γερασμένα, που ανακάτευαν τον καφέ, τώρα έκοβαν ένα ψωμάκι με τρεμάμενη λαχτάρα, βουτούσαν λαί- μαργα το μισό μέσα στην καφετιά σάλτσα του πιάτου, που ήταν ίδιο με το δικό της. Τα χέρια ήταν σκασμένα, υπήρχε βρομιά στις ζάρες που έκαναν οι αρθρώσεις, αλλά το δεξί είχε ένα εντυπωσιακό ασημένιο δαχτυλίδι με μια διάφανη πράσινη πέτρα και το αριστερό μια χρυσή βέρα, ενώ στις άκρες των νυχιών της υπήρχαν υπολείμματα κόκκινου μανόν. Η Tερίζ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=