Κάρολ

P A T R I C I A H I G H S M I T H 14 του. Της θύμιζε συζητήσεις σε τραπέζια, σε καναπέδες, με αν- θρώπους που τα λόγια τους έμοιαζαν να μετεωρίζονται πάνω από νεκρά, τελματωμένα πράγματα, χωρίς να αγγίζουν ποτέ καμιά χορδή που να πάλλεται. Και αν κάποιος προσπαθούσε να αγγίξει μια ζωντανή χορδή, τότε αμέσως όλοι φορούσαν μάσκα, και κάποιος έκανε ένα σχόλιο τόσο απίστευτα κενό που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πως ήταν υπεκφυ- γή. Και η μοναξιά μεγάλωνε από το γεγονός ότι κάθε μέρα μέσα στο πολυκατάστημα έβλεπε κανείς τα ίδια πρόσωπα, από τα οποία μόνο με λίγα θα μπορούσε να μιλήσει, αλλά δεν το είχε κάνει και μπορεί και να μην το έκανε ποτέ. Όχι όπως συμ- βαίνει με κάποιο πρόσωπο στο διερχόμενο λεωφορείο, που μοιάζει σαν να μιλάει, που το βλέπεις μια στιγμή και που του- λάχιστον μετά χάνεται για πάντα. Το πρωί –κάθε πρωί– που στεκόταν στην ουρά στο υπόγειο για να χτυπήσει κάρτα, προσπαθώντας ασυναίσθητα να διακρί- νει ποιοι ήταν μόνιμοι και ποιοι έκτακτοι, είχε αναρωτηθεί αρκετές φορές πώς στα κομμάτια βρέθηκε εκεί –εννοείται πως τη δουλειά τη βρήκε από τις αγγελίες, αλλά αυτό δεν εξηγούσε το πεπρωμένο– και τι άλλο θα έκανε στο μέλλον αντί για τη δουλειά της, τη σκηνογραφία. Η ζωή της ήταν ένα ατελείωτο αποδώ κι αποκεί. Δεκαεννιά χρονών και είχε άγχος. «Πρέπει να μάθεις να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους, Tερίζ. Nα το θυμάσαι αυτό» της έλεγε συχνά η αδελφή Αλίσια. Και συχνά, πολύ συχνά, η Tερίζ το είχε προσπαθήσει. «Αδελφή Αλίσια» ψιθύρισε, προσέχοντας να μην την ακού- σουν οι γύρω, και τα λόγια αυτά την ανακούφισαν. Ανακάθισε και ξανάπιασε το πιρούνι της, γιατί πλησίαζε αυτός που καθάριζε τα τραπέζια. Θυμόταν το κοκαλιάρικο πρόσωπο της αδελφής Αλίσια, που γινόταν κοκκινωπό σαν ροζ πετράδι όταν ο ήλιος έπεφτε πάνω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=