Κάρολ

P A T R I C I A H I G H S M I T H 28 «Τι έπαθες; Κρυώνεις; Κάνει ζέστη». Έκανε ζέστη. Το καλοριφέρ έκανε το γνώριμο γουργουρητό του. Το δωμάτιο μύριζε σκόρδο και αυτή την αποπνικτική οσμή των γηρατειών, των φαρμάκων, καθώς και την αλλόκοτη μεταλλική μυρωδιά της κυ- ρίας Ρόμπιτσεκ. Η Tερίζ ήθελε να σωριαστεί στην καρέκλα, όπου ήταν πεταμένη η φούστα και το πουλόβερ της. Σκέφτηκε ότι αν ξάπλωνε πάνω στα ρούχα της δεν θα πείραζε. Δεν έπρεπε όμως να ξαπλώσει καθόλου. Αν το έκανε, θα ήταν χαμένη. Oι αλυσίδες θα τη δένανε και θα εγκλωβιζόταν στο μπουντρούμι. Η Tερίζ άρχισε να τρέμει πάρα πολύ. Ξαφνικά δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα της. Είχε ρίγη, δεν ήταν μόνο φόβος ή κούραση. «Κάτσε» είπε η κυρία Ρόμπιτσεκ από απόσταση, με απίστευτη αδιαφορία και βαρεμάρα, λες και της συνέβαινε κάθε μέρα να ετοιμά- ζεται κάποια κοπέλα να λιποθυμήσει στο δωμάτιό της και, από από- σταση επίσης, τα ψυχρά, σκληρόπετσα δάχτυλά της έσφιξαν τα μπρά- τσα της Tερίζ. Η Tερίζ έδωσε πάλη ενάντια στην καρέκλα, ξέροντας ότι στο τέλος θα υπέκυπτε, έχοντας μάλιστα συναίσθηση ότι η καρέκλα την έλκυε ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Σωριάστηκε στην καρέκλα και ένιωσε την κυρία Ρόμπιτσεκ να τραβάει τη φούστα της για να τη βγάλει, γιατί η Tερίζ είχε κάτσει πάνω της, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κι όμως δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της και μπορούσε να σκεφτεί, παρόλο που τα μαύρα μπράτσα της καρέκλας σηκώθηκαν να τη σφιχταγκαλιάσουν. Η κυρία Ρόμπιτσεκ έλεγε: «Ήσουν στο πόδι πολλές ώρες σήμερα. Μας έχουν τσακίσει αυτά τα Χριστούγεννα. Τέσσερα χρόνια, η ίδια ιστορία. Δεν πρέπει να το παρακάνεις, πρόσεχε λίγο και τον εαυτό σου». Nα σέρνεται στη σκάλα, έχοντας πάρει αγκαλιά την κουπαστή. Nα προσέχει τον εαυτό της τρώγοντας στο κυλικείο. Βγάζοντας τα παπού- τσια της για να ανακουφίσει τους κάλους, σαν όλες εκείνες τις γυναί- κες που κουλουριάζονταν πάνω στο καλοριφέρ στα αποδυτήρια των

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=