Κάρολ

Κ Α Ρ Ο Λ 21 γουρα αγάπη στους φτωχούς ανθρώπους, που περίμεναν τη σειρά τους και ρωτούσαν διακριτικά πόσο κοστίζει μια συγκε- κριμένη κούκλα, και στη συνέχεια κουνούσαν το κεφάλι τους στενοχωρημένα κι έφευγαν. Δεκατριάμισι δολάρια για μια κού- κλα που δεν είναι ούτε είκοσι πόντοι. «Πάρτε την» ήθελε να τους πει η Tερίζ. «Το ξέρω ότι δεν αξίζει τόσα λεφτά, αλλά εγώ σας τη χαρίζω. Δεν θα λείψει στο Φράνκενμπεργκ». Όμως οι γυναίκες με τα φτηνά παλτά και οι συνεσταλμένοι άντρες, χωμένοι μέσα στα ξεφτισμένα κασκόλ, έφευγαν κοιτά- ζοντας μελαγχολικά άλλους πάγκους καθώς πήγαιναν στα ασαν- σέρ. Όταν έρχονταν να αγοράσουν κούκλα δεν ήθελαν τίποτε άλλο. Μια κούκλα είναι ένα ξεχωριστό χριστουγεννιάτικο δώρο, σχεδόν ζωντανό, κάτι σαν μωρό. Αν και δεν έρχονταν συνήθως παιδιά, στη χάση και στη φέξη ξεφύτρωνε κανένα, συνήθως κανένα κοριτσάκι, και πολύ σπάνια κανένα αγοράκι, με έναν γονιό να του κρατάει το χέρι. Τότε η Tερίζ τού έδειχνε τις κούκλες που πίστευε πως θα του άρεσαν. Ήταν ιδιαίτερα υπομονετική και τελικά μια συγκεκριμένη κού- κλα έφερνε εκείνη τη μεταμόρφωση στο παιδικό πρόσωπο, εκείνη την αντίδραση που υποτίθεται ότι είναι ο σκοπός όλης αυτής της ιστορίας, και συνήθως αυτή την κούκλα έπαιρνε το παιδί. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά η Tερίζ είδε την κυρία Ρόμπιτσεκ στο τυροπιτάδικο απέναντι από το πολυκατάστημα. Συχνά σταματούσε εκεί να πιει έναν καφέ πριν πάει σπίτι. Η κυρία Ρόμπιτσεκ καθόταν στο βάθος του μαγαζιού, στο τέλος του μακριού καμπυλωτού πάγκου, και βουτούσε ένα ντόνατ στον καφέ της. Η Tερίζ έσπρωξε διάφορους για να φτάσει κοντά της, και μπλέχτηκε ανάμεσα στα κορίτσια, στις κούπες του καφέ και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=