Κάρολ

Κ Α Ρ Ο Λ 19 πετάνε μπαλάκια στον αέρα και να τα ξαναπιάνουν, ακουγόταν ένα μπαμ και κάποιοι στόχοι περιστρέφονταν. O πάγκος με τα ζωάκια της φάρμας στρίγκλιζε, κακάριζε και γκάριζε. Πίσω από την Tερίζ είχε αρχίσει ένα ανιαρό ρατ τατ τατ τατ τατ, από ένα γιγαντιαίο μολυβένιο στρατιωτάκι που χτυπούσε το τύμπανό του, κοιτάζοντας τους ανελκυστήρες με αγωνιστικό μένος, όλη τη μέρα. Το τραπέζι με τα χειροτεχνήματα και τα καλλιτεχνή- ματα ανέδινε μια μυρωδιά νωπού πηλού γλυπτικής, που της έφερνε στη μνήμη την αίθουσα των καλλιτεχνικών στο σχολείο, όταν ήταν πολύ μικρή, καθώς και ένα είδος κτιστού τάφου μέ- σα στην αυλή του σχολείου, που λέγανε ότι ήταν πραγματικός τάφος κάποιου, και στον οποίο συνήθιζε να χώνει τη μυτούλα της μέσα από κάτι σιδερένια κάγκελα. Η κυρία Χέντριξον, η προϊσταμένη της, τραβούσε κούκλες από τα ράφια και τις έβαζε καθιστές, με ανοιχτά τα πόδια, πάνω στους γυάλινους πάγκους. Η Tερίζ χαιρέτησε τη δεσποινίδα Μαρτούτσι, που στεκόταν στον πάγκο και μετρούσε τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που είχε στο πουγκί της με τέτοια προσήλωση ώστε το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να απαντήσει με ένα πιο έντονο νεύμα, καθώς το κεφάλι της συνέχιζε να κουνιέται ρυθμικά. Η Tερίζ μέτρησε είκοσι οχτώ δολάρια και πενήντα σεντς από το δικό της πουγκί, έγραψε το ποσό σε ένα δελτάριο από λευκό χαρτί για τον φάκελο με τις αποδείξεις πώλησης και τοποθέτη- σε τα χρήματα στο συρτάρι της στην ταμειακή μηχανή. Ήδη οι πρώτοι πελάτες έβγαιναν από τα ασανσέρ διστάζο- ντας για μια στιγμή, με την αμήχανη, κάπως έκπληκτη έκφραση που είχαν πάντοτε οι άνθρωποι όταν έρχονταν στο τμήμα των παιχνιδιών, ενώ ύστερα από λίγο άρχιζαν τα πέρα δώθε. «Μήπως έχετε αυτή την κούκλα που κάνει πιπί της;» τη ρώτησε μια γυναίκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=