Κάρολ

Κ Α Ρ Ο Λ 17 «Nα το πάρω;» Ένας νέος με άσπρη ποδιά έχωσε επιτακτι- κά τον αντίχειρά του στο πιάτο της γυναίκας. Η γυναίκα έκανε μια τρεμάμενη κίνηση που σήμαινε όχι. Τράβηξε το πιατάκι με την κομπόστα κοντά της. Τα ροδάκινα, σαν μικρά γλοιώδη πορτοκαλιά ψάρια, γλιστρούσαν από το κουτάλι κάθε φορά που το σήκωνε – όλα εκτός από ένα, που το ’τρωγε. «Είμαι στον τρίτο, στα πουλόβερ. Αν χρειαστείς κάτι» είπε η γυναίκα με μια αγχώδη αβεβαιότητα, σαν να προσπαθούσε να περάσει ένα μήνυμα πριν διακόψουν τη συζήτησή τους ή χωριστούν, «έλα να με βρεις. Ρόμπιτσεκ με λένε, Ρούμπι Ρόμπι- τσεκ, πέντε σαράντα τέσσερα». «Nα ’στε καλά» είπε η Tερίζ. Και ξαφνικά, χωρίς να κατα- λάβει πότε και πώς, η ασχήμια της γυναίκας είχε χαθεί, γιατί τα κοκκινισμένα καστανά μάτια της, πίσω από τα γυαλιά, έγι- ναν ευγενικά και γεμάτα ενδιαφέρον για κείνη. Η Tερίζ μπο- ρούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπά, σαν να είχε τώρα μόλις ζωντανέψει. Παρακολούθησε τη γυναίκα να σηκώνεται από το τραπέζι, και την κοντή αδύνατη φιγούρα της να απομα- κρύνεται, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο που περίμενε πίσω από το διαχωριστικό καγκελάκι. Η Tερίζ δεν πήγε ποτέ να βρει την κυρία Ρόμπιτσεκ, αλλά κοίταζε μην τυχόν την πετύχει το πρωί, την ώρα που έμπαιναν οι υπάλληλοι μέσα στο κτίριο γύρω στις εννιά παρά τέταρτο, αλλά και στα ασανσέρ και στο κυλικείο. Δεν την πέτυχε ποτέ, αλλά ήταν ευχάριστο να περιμένεις να δεις κάποιον μέσα στο πολυκατάστημα. Άλλαζε τελείως τα πράγματα. Η Tερίζ, σχεδόν κάθε πρωί που ερχόταν για δουλειά στον έβδομο όροφο, σταματούσε πρώτα λίγο, για να κοιτάξει ένα συγκεκριμένο παιδικό τρενάκι. Το τρενάκι αυτό ήταν πάνω σε ένα τραπέζι κοντά στα ασανσέρ. Δεν ήταν κανένα μεγάλο και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=