Κάρολ

P A T R I C I A H I G H S M I T H 16 παρακολουθούσε το χέρι να παίρνει μια πιρουνιά μπιζέλια και δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας για να καταλάβει πώς ήταν. Θα ήταν σαν τα πρόσωπα που είχαν όλες οι πενηντάρες που δούλευαν στο Φράνκενμπεργκ: τσακισμένο από ατελείωτη εξάντληση και τρόμο, με τα μάτια παραμορ- φωμένα πίσω από τους φακούς των γυαλιών που τα μεγάλω- ναν ή τα μίκραιναν, με τα μάγουλα πασαλειμμένα ρουζ που δεν άνοιγε τη χλωμάδα που υπήρχε από κάτω. Η Tερίζ δεν μπορούσε να κοιτάξει. «Καινούργια;» Η φωνή ήταν διαπεραστική και ακουγόταν καθαρά μέσα στον σαματά· μια φωνή σχεδόν γλυκιά. «Nαι» είπε η Tερίζ, και σήκωσε το κεφάλι της. Θυμήθηκε το πρόσωπό της. Ήταν εκείνο το πρόσωπο που η εξάντλησή του την είχε κάνει να προσέξει όλα τα άλλα πρόσωπα. Ήταν εκείνη η γυναίκα που είχε δει η Tερίζ να κατεβαίνει από τον ημιώρο- φο σερνάμενη στις μαρμάρινες σκάλες, ένα βράδυ γύρω στις εξίμισι, όταν το κατάστημα ήταν άδειο, στηρίζοντας τα χέρια της πάνω στη φαρδιά μαρμάρινη κουπαστή της σκάλας για να αφαιρέσει βάρος από τα πόδια της, που θα ήταν γεμάτα κάλους. Η Tερίζ είχε σκεφτεί: «Αυτή η γυναίκα δεν είναι άρρωστη, δεν είναι ζητιάνα, απλώς δουλεύει εδώ». «Πώς σου φαίνεται, εντάξει;» Και να τη τώρα αυτή η γυναίκα που της χαμογελούσε, με τις ίδιες φοβερές ρυτίδες κάτω από τα μάτια και γύρω από το στόμα. Το βλέμμα της όμως εκείνη τη στιγμή ήταν ζωηρό και αρκετά στοργικό. «Πώς σου φαίνεται, εντάξει;» επανέλαβε η γυναίκα, μέσα στον θόρυβο από τις πολλές φωνές και τα πιάτα γύρω τους. Η Tερίζ σάλιωσε τα χείλη της. «Μια χαρά, ευχαριστώ». «Σου αρέσει εδώ;» Η Tερίζ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=