Η καρδιά του κτήνους

[ 13 ] σταν μεγάλο και σεβαστό σόι. Η μαμά υπερηφανευόταν πά- ντα για τα χαρίσματά μου και μ’ έκανε να νιώθω μοναδικός, προικισμένος, υπέροχος. Στα πέντε χρόνια της φοιτητικής μου ζωής θα συναντούσα πολλά εξαίσια μυαλά –σχεδόν τό- σο εξαίσια όσο και το δικό μου–, πολτοποιημένα από μια δυ- σβάστακτη οικογενειακή παράδοση ευφυΐας: Ό,τι κι αν κατά- φερναν θα ήταν υποδεέστερο από το αντίστοιχο κατόρθωμα του μπαμπά ή του παππού. Πώς να μη θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου προνομιούχο και να μη δοξάζω τον Δημιουργό που μου έδωσε γονείς αισθητά κατώτερούς μου σε όλα; Και από τον πατέρα μου δεν έχω πολλές αναμνήσεις, αφού πήγε στην Κόλαση –όπως βεβαίωνε η μαμά– πριν κλείσω τα πέντε. Μα κι αν ακόμα ζούσε, δεν πιστεύω πως θα μου ενέπνεε σύμπλεγμα μειονεξίας. Έστω κι αν δεν ανταπο- κρινόταν πλήρως στην εικόνα του ανεπρόκοπου αλκοολι- κού που μου μεταδόθηκε, έφτανε η επιμονή να πάρω τ’όνο- μα του δικού του μπαμπά για να τον χαρακτηρίσω εγκλημα- τικά ανεύθυνο. Είναι ευνόητο πως ένα Νεκτάριος μπροστά από το ήδη απαράδεκτο Τζουτζές θα ολοκλήρωνε την κατα- στροφή. Η μαμά έδωσε πραγματική μάχη σώμα με σώμα κι ευτυχώς επικράτησε. Με το βαπτιστικό Στέφανος απέκτησα, εκτός από ένα όνομα εύηχο, κι ένα αντίβαρο για την ώρα που θα έβγαινα στην κοινωνία και θ’ αναγκαζόμουν να δη- λώσω τα στοιχεία μου. Ήμουν από πατρική καταδίκη Τζου- τζές κι από μητρική επιλογή Στέφανος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=