Κάποτε υπήρχαν λύκοι

Κ Α Π Ο Τ Ε Υ Π Η Ρ Χ Α Ν Λ Υ Κ Ο Ι 13 κράτεια του μπαμπά, τα τομάρια και τα μαχαίρια και το αίμα πουημυρωδιά του τον τύλιγε συνέχειαήταν πάνταη επικρά- τειάτουκι ευχήθηκαναπαραμείνει έτσι · αυτόπουθαγινόταν τώρα το ένιωθα σαν το άνοιγμα μιας πόρτας σ’ ένα σκοτεινό- τερο και πιο σκληρό μέρος, ένα ενήλικο μέρος, και δεν ήξερα γιατί εκείνη να θέλει κάτι τέτοιο, αλλά αφού το ήθελε, έπρε- πε να μείνω. Όπου πήγαινε η Άγκι, εγώ ακολουθούσα. «Προτού το φάμε, πρέπει να το γδάρουμε. Θα επεξερ- γαστώ το τομάρι ώστε να το χρησιμοποιήσουμε ή να το εμπορευτούμε κι ύστερα θα φάμε όλα τα μέρη από το κου- φάρι ώστε να μην υπάρξει…;» «Σπατάλη» απαντήσαμε με μια φωνή. «Για ποιο λόγο;» «Η σπατάλη είναι ο πραγματικός εχθρός του πλανήτη» είπαμε. «Έλα, μπαμπά» παραπονέθηκε η Άγκι. «Εντάξει,πρώτατοανοίγουμεαπότονλαιμόωςτοστομάχι». Η άκρη της λεπίδας του άγγιξε τη γούνα στον λαιμό του κουνελιού και κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Πριν προ- λάβω να σφαλίσω τα μάτια μου, το μαχαίρι άνοιξε τον λαι- μό μου κι έκοψε το δέρμα μου ως την κοιλιά με μια γρήγο- ρη, επιδέξια κίνηση. Έπεσα βαριά στο πάτωμα, με τον θώρακα ανοιγμένο και τα σωθικά μου να ξεχύνονται. Το ’νιωθα τόσο αληθινό, ήμουν σίγουρη πως έτρεχε αίμα και ξεφώνισα και τώρα φώναζε κι ο μπαμπάς και το μαχαίρι έπεσε κάτω κι η Άγκι γονάτισε και με τράβηξε σφιχτά στην αγκαλιά της. Οχτύπος της καρδιάς της πίεσε τον δικό μου. Τα δάχτυλά της χτυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=