Κάποτε υπήρχαν λύκοι
11 1 Ό ταν ήμασταν οχτώ χρονών, ο μπαμπάς με άνοιξε με το μαχαίρι από τον λαιμό ως το στομάχι. Το εργαστήρι του βρισκόταν σε ένα δάσος στις ερημιές της Βρετανικής Κολομβίας, που ήταν μονίμως σκονισμένο και έζεχνε αίμα. Είχε κρεμασμένα τομάρια για να στεγνώ- σουν και χάιδευαν τα μέτωπά μας καθώς περιφερόμασταν αργά ανάμεσά τους. Ανατρίχιαζα ακόμα και τότε, ενώ η Άγκι χαμογελούσε διαβολικά μπροστά μου, πολύ πιο τολ- μηρή από μένα. Ύστερα από τόσα καλοκαίρια που πέρασα λαχταρώντας να μάθω τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτή την καλύ- βα, ξαφνικά θέλησα απεγνωσμένα να φύγω από εκεί. Εκείνος είχε τσακώσει ένα κουνέλι και, παρόλο που μας άφηνε να κυνηγάμε μαζί του στα δάση, δεν μας είχε δείξει ποτέ πώς σκοτώνει. Η Άγκι ανυπομονούσε και πάνω στη βιασύνη της κλό- τσησε ένα βαρέλι με αλατόνερο. Το πόδι της προκάλεσε έναν βαθύ υπόκωφο ήχο που τον ένιωσα και στο δικό μου πόδι. Ο μπαμπάς σήκωσε το κεφάλι του κι αναστέναξε. «Θέλετε στ’ αλήθεια να δείτε;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=