Κάποτε υπήρχαν λύκοι

C H A R L O T T E M C C O N A G H Y 22 κιάζουν στην κοντινότερη πόλη –είμαι τόσο κουρασμένη που δεν θυμάμαι καν να τους χαιρέτησα– ενώ η Ζόι, η ανα- λύτρια των δεδομένων, κοιμάται στον καναπέ. Θα έπρεπε να ’χω φύγει εδώ και ώρες και σηκώνομαι με κόπο για να ξαναφορέσω τα χειμωνιάτικα ρούχα μου. Έξω, οαέρας ξυρίζει.Διασχίζωμε τοαυτοκίνητο τοδάσος και βρίσκομαι σ’ έναν φιδωτό δρόμο, δυο τρία μίλια στα βο- ρειοδυτικά του Κέρνγκορμς, ακολουθώντας μόνο τις μικρές σφαίρεςτωνπροβολέωνμου.Ποτέδενμουάρεσεναταξιδεύω με αυτοκίνητο νυχτιάτικα, γιατί ο κόσμος που ευημερεί με- ταμορφώνεται σε κάτι άδειοπου χάσκει. Αν σταματούσακαι περπατούσα εκεί μέσα, θα ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, γεμάτος από την ανατριχίλα της ζωής, στοχαστικά μάτια που ανοιγοκλείνουν, βιαστικό φουρφούρισμα μικρών ποδιών κάτω από τους θάμνους. Στρίβω σ’ έναν μικρότερο φιδωτόδρόμο, πουμε οδηγεί κατευθείανστηνκοιλάδαόπου βρίσκεται τοΜπλου Κότατζ. Χτισμένο με γκριζογάλανη πέ- τρα, με ένα δυο περιφραγμένα λιβάδια με χορτάρι στο πίσω μέρος του, το πρωί έχει θέα σε δυο τοπία: στα νότια σ’ ένα πυκνό, μαγευτικό δάσος και στον βορράσε μιαμακριάσειρά από γυμνούς λόφουςπου τηνάνοιξηθαγεμίσουνμε κόκκινα ελάφια τα οποία έρχονται να βοσκήσουν. Μέσα τα φώτα είναι σβηστά, μα στο τζάκι λάμπουν οι πορτοκαλιές φλόγες. Βγάζω όλα μου τα ρούχα, κομμάτι κομμάτι, κι έπειτα διασχίζω ξυπόλυτη το μικρό σαλόνι για να πάω σ’ ένα υπνοδωμάτιο που δεν είναι δικό μου. Είναι ακίνητη στο κρεβάτι, ένα σχήμα στο σκοτάδι. Χώνομαι δίπλα της · αν ξυπνάει, δεν το δείχνει. Παίρνω μια βαθιά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=