Κάποτε υπήρχαν λύκοι

Κ Α Π Ο Τ Ε Υ Π Η Ρ Χ Α Ν Λ Υ Κ Ο Ι 19 ξέρει καλά · τους περιμένει να την ξυπνήσουν από τον μα- κρόχρονο λήθαργό της. Περνάμε όλη τη μέρα μεταφέροντας τους υπόλοιπους λύ- κους στα μαντριά τους και καθώς σουρουπώνει επιστρέ- φουμε στη βάση μας, μια μικρή πέτρινη καλύβα στην άκρη του δάσους. Οι άλλοι πίνουν αφρώδες κρασί στην κουζι- νούλα για να γιορτάσουν που απελευθερώσαμε τους δεκα- τέσσερις λύκους στα τρία μαντριά προσαρμογής τους. Ωστόσο οι λύκοι μας δεν είναι ακόμη ελεύθεροι, το πείρα- μα μόλις που έχει αρχίσει. Κάθομαι χώρια, μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών, και παρακολουθώ τη μετάδοση από τις κάμερες που είναι εγκατεστημένες στα μαντριά, ενώ αναρωτιέμαι τι σκέφτονται γι’ αυτό το καινούργιο πε- ριβάλλον. Ένα δάσος που δεν διαφέρει πολύ απ’ αυτό στη Βρετανική Κολομβία απ’ όπου προήλθαν, μόνο που είναι εύκρατο αντί για βόρειο. Κι εγώ ήρθα από εκείνο το δάσος και ξέρω ότι θα μυρίζει διαφορετικά, θα ακούγεται και θα δείχνει διαφορετικά, θα έχει άλλη αίσθηση. Αν υπάρχει ένα πράγμα που ξέρω καλά σχετικά με τους λύκους, όμως, είναι ότι προσαρμόζονται. Τώρα κρατάω την ανάσα μου παρατηρώντας τον μεγαλόσωμο νούμερο Εννέα να πλησι- άζει την ντελικάτη νούμερο Έξι και την κόρη της. Τα δυο θηλυκά έχουν σκάψει ένα αυλάκι στο χιόνι, στο πίσω μέρος του μαντριού, και κάθονται στα πισινά τους πόδια παρα- κολουθώντας επιφυλακτικά τον Εννέα να προχωράει. Δε- σπόζει ανάμεσά τους κι είναι όλος αποχρώσεις του γκρι, του άσπρου και του μαύρου, από τους ωραιότερους λύκους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=