Κανείς δεν άναβε τα φώτα
Κ Α Ν Ε Ι Σ Δ Ε Ν Α Ν Α Β Ε Τ Α Φ Ω Τ Α 13 λεσαν να καθίσω σ’ έναν μεγάλο τριθέσιο καναπέ, ανάμε- σα στην ανιψιά και στον νεαρό με το μαδημένο μέτωπο. Η ανιψιά έκανε να μιλήσει, αλλά ο νεαρός τη διέκοψε υψώνοντας το χέρι του με τα δάχτυλα προς τα πάνω –σαν σκελετός ομπρέλας που την έχει αναποδογυρίσει ο αέρας– και είπε: «Διαβλέπω σ’ εσάς έναν μοναχικό άνθρωπο που θα αρ- κούνταν στη φιλία ενός δέντρου». Αναρωτήθηκα αν είχε ξυρίσει έτσι το μέτωπό του για να το κάνει να φαίνεται πιο μεγάλο, και όλο κακία τού απά- ντησα: «Μην το λέτε · δεν θα μπορούσα να καλέσω ένα δέντρο για περίπατο». Γελάσαμε και οι τρεις. Ο νεαρός έριξε προς τα πίσω το μαδημένο μέτωπό του και συνέχισε: «Σωστά. Το δέντρο είναι ο φίλος που θα είναι πάντα εκεί». Οι χήρες φώναξαν την ανιψιά κι εκείνη σηκώθηκε κά- νοντας έναν μορφασμό δυσαρέσκειας. Την κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν, και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν μια εύσωμη γυναίκα όλο ζωντάνια. Στρέφοντας το κεφάλι μου, αντίκρισα έναν άλλο νεαρό, τον οποίο μου σύστησε αυτός με το μαδημένο μέτωπο. Ήταν φρεσκοχτενισμένος και στις άκρες των μαλλιών του λαμπύριζαν σταγόνες νε- ρού. Μια φορά που είχα χτενιστεί έτσι κι εγώ, όταν ήμουν μικρός, μου είχε πει η γιαγιά μου: «Τα μαλλιά σου είναι σαν να τα έγλειψε αγελάδα». Ο νεοφερμένος κάθισε στη θέση της ανιψιάς και άρχισε να μιλάει:
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=