Κανείς δεν άναβε τα φώτα
Κ Α Ν Ε Ι Σ Δ Ε Ν Α Ν Α Β Ε Τ Α Φ Ω Τ Α 11 μπορέσει κάποτε να αυτοκτονήσει. Κάθε μέρα όμως προ- έκυπτε κι ένα νέο εμπόδιο. Το ακροατήριό μου ξέσπασε στα γέλια όταν ένα βράδυ τής κόλλησε ένας περαστικός, και η γυναίκα φοβισμένη έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της. Η γυναίκα του τοίχου γελούσε κι αυτή και έστρεφε το κεφάλι δεξιά αριστερά, σαν να το είχε γερμένο σε μαξιλά- ρι. Τώρα πια είχα συνηθίσει να αποστρέφω το βλέμμα μου από το κεφάλι εκείνο και να το οδηγώ προς το άγαλμα. Θέλησα να φανταστώ τη μορφή που αναπαριστούσε το άγαλμα, αλλά δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι σοβαρό: ίσως η ψυχή της μορφής αυτής να είχε χάσει τη σοβαρότητα που διέθετε όσο ήταν εν ζωή και τώρα να πέρναγε την ώρα της παίζοντας με τα περιστέρια. Ξαφνιάστηκα που τα λόγια μου χάρισαν και πάλι το γέλιο· κοίταξα τις χήρες και είδα κάποιον να προβάλλει στα θολωμένα μάτια της πιο λυπη- μένης. Αποστρέφοντας το βλέμμα μου για μία ακόμα φο- ρά από το κεφάλι που έγερνε στον τοίχο, δεν κοίταξα προς το άγαλμα αλλά προς ένα άλλο δωμάτιο, όπου μου φάνηκε πως είδα φλόγες πάνω σ’ ένα τραπέζι · ορισμένοι από τους ακροατές ακολούθησαν το βλέμμα μου· στο τραπέζι όμως δεν υπήρχε παρά ένα βάζο με κόκκινα και κίτρινα λουλού- δια, πάνω στα οποία έπεφταν μερικές ηλιαχτίδες. Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση, άρχισε το σούσουρο· ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω μου κάνοντας διάφορα σχόλια κι ένας κύριος άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία μιας άλλης γυναίκας που είχε αυτοκτονήσει. Ήθελε να εκφρα- στεί σωστά, αλλά δυσκολευόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις και άρχισε τις περιστροφές και τις παρεκβάσεις.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=