Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Φ Ε Λ Ι Σ Μ Π Ε Ρ Τ Ο Ε Ρ Ν Α Ν Τ Ε Σ 10 πίεζα τον εαυτό μου να μπει στο πνεύμα της ιστορίας. Μια από τις πολλές φορές που αφαιρέθηκα είδα μέσα από τις γρίλιες ένα σμάρι περιστέρια να φτερουγίζουν πάνω από ένα άγαλμα. Ύστερα είδα, στο βάθος της αίθουσας, μια νέα γυναίκα με το κεφάλι γερμένο στον τοίχο· τα ξέπλεκα κυματιστά μαλλιά της απλώνονταν στους ώμους της και άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί πάνω τους, σαν σε φυτό σκαρφαλωμένο στους τοίχους εγκαταλειμμένου σπι- τιού. Μου φαινόταν πληκτικό να πρέπει να εμβαθύνω και πάλι στην ιστορία που διάβαζα και να μεταφέρω το νόημά της · καμιά φορά, ωστόσο, οι ίδιες οι λέξεις αλλά και ο τρόπος που συνήθιζα να τις λέω προκαλούσαν αίσθηση, χωρίς να το έχω επιδιώξει, και τότε το γέλιο των ακροατών με ξάφνιαζε. Πέρασα για δεύτερη φορά το βλέμμα μου από το κεφάλι που έγερνε στον τοίχο και σκέφτηκα ότι μπορεί η γυναίκα να το είχε καταλάβει · οπότε, για να μη φανώ αδιάκριτος, κοίταξα προς το άγαλμα. Εξακολουθώντας να διαβάζω, σκεφτόμουν την αθωότητα με την οποία το άγαλ- μα έπρεπε να αναπαριστά μια μορφή που ποτέ δεν θα κα- ταλάβαινε. Ίσως με τα περιστέρια να ένιωθε πιο άνετα: δεν φαινόταν να ενοχλείται που περιφέρονταν γύρω από το κεφάλι του και κάθονταν στον κύλινδρο που ήταν γερ- μένος πάνω στο σώμα του. Ξάφνου συνειδητοποίησα ότι κοίταζα πάλι το κεφάλι που έγερνε στον τοίχο και είχε τα μάτια κλειστά εκείνη τη στιγμή. Ύστερα προσπάθησα να θυμηθώ τον ενθουσιασμό που αισθανόμουν τον πρώτο και- ρό που διάβαζα αυτή την ιστορία: μιλούσε για μια γυναίκα που κάθε μέρα πήγαινε σε μια γέφυρα με την ελπίδα να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=