Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Κ Α Ν Ε Ι Σ Δ Ε Ν Α Ν Α Β Ε Τ Α Φ Ω Τ Α 17 «Πέστε μου, τι θα κάνατε τώρα αν δεν ήμουν εγώ εδώ;» «Α, αυτό το ξέρω καλά. Θα έχυνα το λικέρ στο βάζο με τα λουλούδια». Μου ζήτησαν να παίξω πιάνο. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι, η χήρα με τα θολωμένα μάτια είχε σκυμμένο το κεφάλι και άκουγε κάτι που της έλεγε επίμονα στο αυτί η αδελφή της. Το πιάνο ήταν μικρό, παλιό και φάλτσο. Δεν ήξερα τι να παίξω· μόλις όμως δοκίμασα τις πρώτες νότες, η χήρα με τα θολωμένα μάτια ξέσπασε σε λυγμούς, και όλοι σωπάσαμε. Η αδελφή και η ανιψιά την πήραν έξω· σε λιγάκι η ανιψιά επέστρεψε και μας είπε ότι η θεία δεν ήθε- λε να ακούει μουσική μετά τον θάνατο του συζύγου της – αγαπιόνταν με τα πιο αγνά αισθήματα. Ένας ένας οι καλεσμένοι άρχισαν να φεύγουν, και όσοι μείναμε μιλούσαμε με φωνή ολοένα πιο σιγανή καθώς έπεφτε η νύχτα. Κανείς δεν άναβε τα φώτα. Σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα, έφευγα με τους τελευταίους καλεσμένους, όταν η ανιψιά με σταμάτησε: «Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι». Δεν μου είπε όμως τίποτε: έγειρε το κεφάλι στον τοίχο του διαδρόμου και με έπιασε από το μανίκι του σακακιού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=