Καλό μου παιδί (Pocket)

[ 16 ] Ηαδελφή Ρουτ βγάζει ένα μαντίλι από την τσέπη της ποδιάς της, γιατί νομίζει ότι θέλωναβάλωτα κλάματα. Για την τρύπαστο καλσόν ή για τη μαμά. Δεν της εξηγώ ότι τα μάτια μου δακρύζουν επειδή με τυφλώνουν οι λάμπες φθορισμού στο ταβάνι, παρά λέω μόνο: «Ευ­ χαριστώ, καλοσύνησας». Πρέπει να είμαστε πάντα ευγενικοί. Πρέπει να λέμε πάντα παρακαλώ και ευχαριστώ. Ο αδελφός μου κι εγώ πάντα λέμε ευχαριστώ όταν η μαμά μάς δίνει να φάμε μια μπάρα βιταμινών, κι ας μην τρώγονται με τίποτα αυτές οι μπάρες. Είναι εντελώς άνοστες. Αλλά είναι σημαντικές λόγωτων βιταμινών. Έχουν ασβέστιο και μαγνήσιο και βιταμίνη Β για τον μεταβολισμό και τη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης. Τρώμε τρεις μπάρες κάθε μέρα, εκτός κι αν μας έχει τελειώσει το απόθεμα. Τότε ευχόμαστε να έρθει σύ­ ντομα ο μπαμπάς στο σπίτι και να έχει ψωνίσει στο μεταξύ. Παίρνω το μαντίλι, σκουπίζω τα μάτια και φυσάω με θόρυβο τη μύτη μου. Ύστερα το επιστρέφω στην αδελφή Ρουτ. Δεν κάνει να κρατάμε πράγματα που δεν μας ανήκουν, γιατί αυτό είναι κλοπή. Η αδελφή Ρουτ γελάει και βάζει πάλι το μαντίλι στην τσέπη της. Μετά τη ρωτάωπώς είναι η μαμά, αλλά εκείνη λέει απλώς: «Βρίσκεται στα καλύτερα χέρια». Εγώ όμως ξέρω πως αυτή δεν είναι αληθινή απά­ ντηση. Δεν είμαι χαζή. «Πότε θα μπορέσω να τη δω;» ρωτάω, μα ούτε τώρα παίρνω απάντηση. Αντ’ αυτού, η αδελφή Ρουτ μού λέει ότι θα πάμε στην αίθουσα ξεκούρασης των νοσηλευτών, για να δούμε μήπως μπορέσει να μου βρει κανένα ζευγάρι σαμπό να φορέσω. Τα σαμπό είναι κάτι σαν παντόφλες. Και στο σπίτι πρέπει πάντα να φοράμε παντόφλες ο Γιόναταν κι εγώ, επειδή το πάτωμα είναι κρύο, αλλά καμιά φορά το ξεχνάμε και λερώνουμε τις κάλτσες μας. Και τότε η μαμά αρχίζει την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=