Καλό μου παιδί (Pocket)

[ 19 ] «Ονομάζεται Λένα» λέωπρόθυμα, όπως έκανα και νωρίτερα, στο ασθενοφόρο. Πρέπει πάντα να βοηθάμε πρόθυμα τους άλλους. Ο αδελφός μου κι εγώ πάντα βοηθάμε τη μαμά όταν τρέμουν τα δά­ χτυλά της. Ή όταν ξεχνάει πράγματα, όπως, για παράδειγμα, πώς μας λένε ή πότε είναι η ώρα να πάμε στην τουαλέτα. Και τότε τη συνοδεύουμε στο μπάνιο, για να μην πέσει από το κάθισμα της λε­ κάνης ή κάνει καμιά άλλη ανοησία. Στο μεταξύ, η αδελφή Ρουτ μού φοράει το δεύτερο μανίκι. Νιώ­ θω να απλώνεται στην πλάτη μου η ευχάριστη ζεστασιά που έχει κρατήσει η ζακέτα από το σώμα της. «Μάλιστα» μου λέει. «Λένα. Υπέροχα. Μια Λένα χωρίς επώνυμο. Αυτό ακριβώς σημείωσε και ο διασώστης». Αναστενάζει, η ανάσα της μυρίζει οδοντόκρεμα. Τραβάει την καρέκλα μου και τη στρίβει, ώστε να μπορέσει να καθίσει ανακούρκουδα μπροστά μου χωρίς να κοπανήσει το κεφάλι της στο τραπέζι. Οι άκρες του τραπεζιού μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνες. Η μαμά έχει χτυπήσει πολλές φορές το κεφάλι της στην άκρη του τραπεζιού, κατά τηδιάρκεια των κρίσεων που την πιάνουν κάθε τόσο. Η αδελφή Ρουτ αρχίζει να μου κουμπώνει τη ζακέτα. Με τον δείκτη μου ζωγραφίζω στο μπούτι μου το οδοντωτό σχήμα της χωρίστρας της. Ένα τσακ δεξιά, μετά ευθεία, ένα τσακ αριστερά, μετά ευθεία, κι άλλο ένα τσακ αριστερά, σαν αστραπή. Λες και ένιω­ σε το βλέμμα μου στο δέρμα του κεφαλιού της, η αδελφή Ρουτ σηκώνει ξαφνικά τα μάτια και με κοιτάζει. «Υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορούμε να τηλεφωνήσουμε, Άννα; Ο μπαμπάς σου ίσως; Ξέρεις απέξω το τηλέφωνό σας;» Γνέφω αρνητικά. «Έχεις μπαμπά, έτσι δεν είναι;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=